Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά των παιδικών μου χρόνων (μέρος ΙΙΙ)

Αν η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία, η ιδιαίτερη πατρίδα μου είναι οι γιορτές όταν ήμουνα παιδί.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς γυρνούσαμε τα σπίτια και λέγαμε τα κάλαντα «Άγιος Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται κ.λπ. κ.λπ.».
Δεν είμαι 100% σίγουρος αλλά νομίζω δύο πράγματα: μόνο αγόρια έλεγαν τα κάλαντα τότε και μόνο την Πρωτοχρονιά, όχι τα Χριστούγεννα.
Τα τρίγωνα ήταν τότε, θυμάμαι, μεγάλο φετίχ.
Κανένας μας δεν είχε τρίγωνο και τα κάλαντα τα λέγαμε μόνο τραγουδιστά. Στο σχολείο είχαμε κάνα δυο τρίγωνα και όποιος προλάβαινε να πάρει.
Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνω: είχαμε ένα ψωραλέο χριστουγεννιάτικο δέντρο (πήγαινε ασορτί με τη μικροσκοπική φάτνη από φελιζόλ) και του βάζαμε τα ίδια φωτάκια κάθε χρόνο.
Αν καίγονταν κανένα ή αναβόσβηναν μόνο τα υπόλοιπα ή αγοράζαμε καινούριο λαμπάκι να το αλλάξουμε. Ενώ τώρα το πιο απλό πράγμα είναι να αγοράσεις άλλα φωτάκια.
Γιατί τότε αγοράζαμε λαμπάκια για ανταλλακτικά; Γιατί δεν είχαμε τρίγωνα; Δεν μπορούσαμε να βρούμε εύκολα μάλλον. Δεν νομίζω να ήταν μόνο θέμα χρημάτων.
Το δίφραγκο ήταν το πιο συνηθισμένο ποσό που μας έδιναν. Δεν ήταν και περιουσία αλλά ήταν σημαντικό. Αντίθετα όσοι μας έδιναν δραχμή και πολύ περισσότερο πενηνταράκι, στιγματίζονταν στις παιδικές μας συνειδήσεις ως τσιφούτηδες και μόνο από υποχρέωση περνούσαμε απ’ τα σπίτια τους την επόμενη χρονιά.
Αντίθετα, αυτοί που μας έδιναν τάλιρο και πάνω ανέβαιναν στα ύψη στην εκτίμησή μας. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, μόνο συγγενείς το έκαναν αυτό.
Στους δε συγγενείς συνέβαινε το εξής (που τώρα μου κακοφαίνεται αλλά τότε δεν με πείραζε καθόλου – αρκεί βέβαια ο συγγενής να ήταν δικός μου και εγώ να ήμουν ο ευνοημένος): όταν τους έλεγε τα κάλαντα μια παρέα παιδιών ανάμεσα στα οποία ήταν και ένα που ήταν συγγενής τους, έδιναν, πολλές φορές, σ’ αυτό δεκάρικο και πάνω και στα υπόλοιπα δραχμούλα ή πενηνταράκι!
Ε, είπαμε. Δώσε λίγο παραπάνω στο ανιψάκι ή στο εγγονάκι σου αλλά όχι κι έτσι. Αλλά που τέτοιες ευαισθησίες τότε, σε μεγάλους και μικρούς.
Ο συχωρεμένος ο παππούς μου είχε αξιόλογο αριθμό προβάτων και κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς τηρούσε το εξής έθιμο: πήγαινε στη στάνη με μια κουλούρα, την έσπαζε στο κεφάλι του κριαριού και την έδινε σε όλα τα πρόβατα να τη φάνε.
Η κουλούρα αυτή, κλούρα για να μην ξεχνάμε και τη διάλεκτό μας, ήταν στην ουσία ψωμί ζυμωμένο στο χέρι και ψημένο στον φούρνο.
Μόνο που στο πάνω μέρος της είχε φτιαγμένα με ζυμάρι διάφορα πραγματάκια: τη στρούγκα, τα πρόβατα, τον τσομπάνη, μια γκλίτσα, ένα ψαλίδι (μάλλον συμβόλιζε το κούρεμα των προβάτων) κ.λπ. Εντάξει, δεν θα τα έλεγες ακριβώς αριστουργήματα της γλυπτικής θυμάμαι, αλλά τον ρόλο τους τον έπαιζαν μια χαρά.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, η μάνα μου έκανε τη βασιλόπιτα που πάντα ήταν τυρόπιτα.
Εκτός απ’ το δεκάρικο (που έπαιζε τον ρόλο του φλουριού) έβαζε μέσα και ένα κομματάκι άχυρο, ένα αμπέλι και ένα κλαδάκι ελιάς.
Αυτός που θα τα έβρισκε θα έκανε πολλά πρόβατα, αμπέλια και ελιές. Αυτές ήταν προφανώς οι μεγάλες αξίες της εποχής.
Πάλι στα αναγνωστικά έμενε ο πατερούλης που έκοβε την πίτα και έδινε και ένα κομμάτι του φτωχού, του αγίου και δεν θυμάμαι ποιου άλλου.
Πρακτικά εντελώς, όποιος πεινούσε και όποτε πεινούσε, έπαιρνε ένα κομμάτι απ’ το ταψί και έτρωγε, ο φτωχός και ο άγιος έμεναν χωρίς βασιλόπιτα, σ’ εμάς τουλάχιστον. Μάλιστα εμείς οι μικροί ψάχναμε ανάμεσα στα φύλλα να βρούμε το δεκάρικο (όταν δεν μας έδινε η μάνα μας από μόνη της το κομμάτι με το δεκάρικο-φλουρί).
Η περίοδος ανάμεσα σε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά ήταν για μένα η καλύτερη του χρόνου. Είχα γευτεί μια μεγάλη γιορτή και ερχόταν κι άλλη από πίσω.
Ενώ τα Φώτα τελικά ήταν μια μελαγχολική γιορτή αφού σηματοδοτούσε την επιστροφή στο σχολείο.
Φυσικά από τότε πέρασαν πολλές πολλές γιορτές, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές και, αν πάρουμε την αισιόδοξη εκδοχή, θα ‘ρθουν κάμποσες ακόμα. Όμως κάθε φορά που έρχονται καταλαβαίνω ότι τελικά δεν είναι οι γιορτές που επιθυμώ και νοσταλγώ αλλά τα παιδικά μου χρόνια.

Τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου