Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Το πιο συγκλονιστικό γεγονός του 2013

Συνηθίζεται στο τέλος κάθε χρόνου να γίνεται μια αναδρομή, μια ανασκόπηση, στον χρόνο αυτόν, που θα είναι σύντομα «ο περασμένος χρόνος» και αργότερα θα είναι απλά το «2013», όταν δεν θα είναι «πριν κάμποσα χρόνια» ή «παλιότερα» ή δεν ξέρω εγώ τι, όταν αναφερόμαστε σε γεγονότα που έγιναν αυτούς τους δώδεκα μήνες.
Μπορείτε να διαβάσετε και να δείτε καλύτερα και με περισσότερες λεπτομέρειες αυτή την ανασκόπηση του 2013 αλλού. Είναι των ημερών…
Θα ήθελα όμως να γράψω μερικά λόγια για το γεγονός αυτό του 2013 που θεωρώ το συγκλονιστικότερο και μάλιστα πολύ περισσότερο που αισθάνομαι ότι εδώ στη χώρα μας το προσπεράσαμε λίγο πολύ και δεν μας άγγιξε τόσο.
Θες γιατί συνέβη πολύ μακριά, θες γιατί είχαμε τα δικά μας προβλήματα ν’ ασχοληθούμε, γεγονός είναι πως αισθάνομαι ότι το προσπεράσαμε και δεν νιώσαμε την τραγικότητά του.
Αν κοιτάξουμε πίσω στο 2013 θα δούμε ότι υπήρξαν πολλά γεγονότα, είτε συγκλονιστικά όπως ήταν ο εκτροχιασμός του τραίνου στην Ισπανία, ο τρομερός σεισμός των 7,7 βαθμών στο Πακιστάν, οι διαμαρτυρίες και οι ταραχές σε Βραζιλία, Αίγυπτο, Ουκρανία και Τουρκία και η τρομοκρατική επίθεση στην Βοστώνη, είτε όχι συγκλονιστικά μεν αλλά σημαντικά για πολλούς ανθρώπους, όπως ήταν ο θάνατος του Νέλσον Μαντέλα,  η εκλογή νέου Πάπα, του Φραγκίσκου του Α΄ ή η γέννηση του 3ου διαδόχου του θρόνου της Ελισάβετ.
Εγώ όμως θεωρώ ως το συγκλονιστικότερο γεγονός του 2013 την καταστροφή που προκάλεσε στις Φιλιππίνες ο τυφώνας Χαϊγιάν. Μια μεγάλη καταστροφή, που προκλήθηκε από ένα φυσικό φαινόμενο.
Ο τυφώνας Χαϊγιάν ήταν ο ισχυρότερος τροπικός τυφώνας, ο οποίος πέρασε από στεριά, με ταχύτητες ανέμου που έφτασαν τα 315 χιλιόμετρα την ώρα!
Τρομερό πρέπει να ήταν. Οι φωτογραφίες δίπλα τα λένε όλα.
Προκάλεσε πολλές καταστροφές στις Φιλιππίνες και ιδιαίτερα στο νησί Λέιτε.
Εκτιμάται πως μόνο στην πρωτεύουσα του Λέιτε, το Τακλομπάν, οι νεκροί μπορεί να φτάνουν τους 10.000.
Σε όλες τις Φιλιππίνες περίπου 11 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν επηρεαστεί από το τυφώνα ή έμειναν άστεγοι εξαιτίας του (σαν να λέμε όλη η Ελλάδα!).
Μπροστά στα ακραία φαινόμενα της φύσης ο άνθρωπος αισθάνεται τόσο μικρός και ανήμπορος…
Τρομερό είναι αυτό το συναίσθημα, να αισθάνεσαι ότι σε ξεπερνά κάτι, ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να το σταματήσεις ή έστω να προστατέψεις τον εαυτό σου, κάποιους άλλους ανθρώπους που αγαπάς ή την περιουσία σου.
Εμείς εδώ είμαστε τυχεροί καθώς στην περιοχή που ζούμε δεν συμβαίνουν ακραία φυσικά-καιρικά φαινόμενα (ζούμε βέβαια σε μια σεισμογενή περιοχή, αλλά ευτυχώς δεν δίνει πολύ μεγάλους σεισμούς).
Έχω όμως την αίσθηση ότι αυτό που διάβασα κάποτε για τον φασισμό-ρατσισμό, ισχύει και για τις φυσικές καταστροφές, μιας που τελικά ο πλανήτης γη είναι το σπίτι όλων μας: στην αρχή αυτό το πράγμα είναι για τους άλλους, μετά είναι για όλους μας.
Εγώ δεν λέω ότι ο άνθρωπος ευθύνεται για αυτά τα ακραία φυσικά φαινόμενα και ότι αυτά δεν θα γίνονταν ούτω ή άλλως, αλλά γεγονός είναι ότι κάνουμε ότι μπορούμε για να καταστρέψουμε τον πλανήτη.
Κάναμε όλη τη στεριά σκουπιδότοπό μας, πραγματικό και εν δυνάμει, την θάλασσα την κάναμε παγκόσμιο υπόνομο και τον αέρα τον μολύναμε κι αυτόν.
Τέρμα, ο άνθρωπος δεν μπορεί να κυριαρχήσει στη φύση. Μόνο να υποταχτεί σ’ αυτήν μπορεί.
Μόνο να καταστρέψει είναι ικανός και φτάσαμε να εννοούμε την καταστροφή που προκαλούμε και τις πληγές που ανοίγουμε, κυριαρχία.
Το αντιγράφω απ’ τον πασίγνωστο Γάλλο ωκεανογράφο Ζαν-Υβ Κουστώ: «Σε όλη τη διάρκεια της Ιστορίας ο άνθρωπος έπρεπε να παλεύει με τη Φύση για να επιβιώσει. Τα τελευταία 100 χρόνια έχει συνειδητοποιήσει ότι για να επιβιώσει πρέπει να την προστατέψει».

Εύχομαι σε όλους ένα ευτυχισμένο 2014, γεμάτο υγεία και καλή τύχη, μακριά από κακοτυχίες και δυσάρεστες εκπλήξεις.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Η αναζήτηση, η Ανατροπή και η Αναλαμπή

Του Νίκου Θέμελη

Η Αναζήτηση
Έξι πρόσωπα αφηγούνται ισάριθμες ιστορίες και συνθέτουν συγχρόνως την περιπέτεια ζωής του κεντρικού ήρωα και των σχέσεών τους μαζί του. Σχέσεις εξουσίας και δεσμοί καταπίεσης, αλλά και σχέσεις φιλίας και έρωτα, ελευθερίας και δημιουργίας.
Σ' έναν κόσμο που φεύγει και σ' έναν κόσμο που έρχεται, στα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του 20ου, κάποιοι αναζητούν καινούριες απαντήσεις, συγκρούονται για τις ιδέες τους, κυνηγούν προσωπικά και συλλογικά οράματα.
Πρόσωπα που κουβαλούν την ιστορία των προγόνων τους και αποφασίζουν να γράψουν τη δική τους. Χαράζουν μόνοι τους το δρόμο τους, πιστεύουν σε αξίες, δημιουργούν, μπορούν ν' αντλούν δύναμη ακόμα κι όταν όλα τους έρχονται ανάποδα. Στάσεις ζωής και πάθη μιας ζωής, γνώση και ημιμάθεια, άλλοτε τους πάνε μπροστά κι άλλοτε τους βασανίζουν.
Άλλοι αντιλαμβάνονται τον κόσμο χωρίς σύνορα και άλλοι στον μικρόκοσμό τους ξέρουν να ζουν ειρηνικά κι αδελφωμένα, αντάμα με αλλόθρησκους κι αλλοεθνείς, το δικό τους παραμύθι.

Η Ανατροπή
Λίγο πριν το γύρισμα του 1900, ενώ η αστική τάξη διευρύνει την ακτινοβολία της και την ισχύ της, οι αυτοκρατορίες που απλώνονται στη χερσονήσου του Αίμου μέχρι ψηλά στη Νότιο Ρωσία, αμφισβητούνται από κάθε λογής κινήματα. Κινήματα απελευθέρωσης από δυνάστες ή κατακτητές, από αλλοεθνείς ή αλλόδοξους, απ' οτιδήποτε κρατάει τον κόσμο δεμένο στο χθες, στο τέλμα, στην υποταγή, πνίγει τις ικανότητές του και κάθε φωνή για ελευθερία και δικαιοσύνη.
Στον κόσμο αυτό, μια γυναίκα αποφασίζει το δικό της μακρύ δρόμο για μια ζωή που θέλει η ίδια να ορίζει με τα αισθήματά της, τις ιδέες της και τις επιλογές της. Μια ζωή που η μία ανατροπή διαδέχεται την άλλη, μαζί με τις ανατροπές που παρασέρνουν έθνη και κοινωνίες. Μια ζωή που υφαίνεται μέσα από τις σχέσεις της με πέντε άνδρες. Πέντε άνδρες είδωλα μιας άλλης εποχής, κάποιοι μπορεί να υπάρχουν και σήμερα ακόμη.

Η Αναλαμπή
Η ιστορία μιας οικογένειας που θέλει να προκόψει, ν' ανεβεί κοινωνικά, να ορίσει την ταυτότητά της με την αστική τάξη στην οποία ανήκει.
Το μεγάλο μυστικό της οικογένειας που σέρνεται πάνω από τριάντα χρόνια και τη σφραγίζει.
Η ζωή του γόνου της οικογένειας, ο μυστικός του κόσμος, σχέσεις πατροπαράδοτες και σχέσεις ασυνήθιστες υφαίνουν τη δική του περιπέτεια.
Δρόμοι ζωής, που αναμετρώνται με τη Μεγάλη Ιδέα, το Διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή, ξετυλίγονται στην Πάτρα, στην Αθήνα, στον Πειραιά, στο Βερολίνο.
Η ιστορία μιας κοινωνίας από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το Μεσοπόλεμο.
Τα προσωπικά όνειρα, τα πάθη και οι ευαισθησίες των ηρώων, αλλά κι η ελπίδα, η προσπάθεια για έναν κόσμο καλύτερο, πιο δίκαιο σε μια ανήμπορη δημοκρατία, σε μια αδύναμη κοινωνία.
Όλα μια αναλαμπή, μία μεγάλη αναλαμπή με αρχή και τέλος.

Άλλη μια τριλογία, πιο «αυστηρή» αυτή τη φορά, εννοώ ότι οι ιστορίες των τριών βιβλίων συνδέονται με έναν πιο ευδιάκριτο τρόπο.
Μια φορά, πριν πολλά χρόνια, είχα επισκεφτεί τον Χατζησοφιά και είδα στη βιβλιοθήκη του την Ανατροπή, το 2ο βιβλίο της τριλογίας.
Είχε γίνει ντόρος για την Αναζήτηση και την Ανατροπή – η Αναλαμπή δεν είχε βγει ακόμα - αλλά, πρέπει να το αναγνωρίσω, με αποθάρρυνε ο μεγάλος όγκος τους (αν και μάλλον πρέπει να είναι χοντρές οι σελίδες γιατί καμιά 500αριά σελίδες που έχουν τα βιβλία αυτά έχουν και άλλα βιβλία) και δεν είχα διαβάσει κανένα.
Αφού όμως το είχε ο Χατζησοφιάς είπα να το πάρω να το διαβάσω. Μου άρεσε τόσο πολύ που το αγόρασα και εγώ να το ‘χω (μου αρέσει, μου άρεσε τελοσπάντων, να βλέπω τα βιβλία στη σειρά στη βιβλιοθήκη μου) και αγόρασα να διαβάσω και την Αναζήτηση που είχε ήδη κυκλοφορήσει. Έτσι η σειρά με την οποία διάβασα την τριλογία ήταν 2ο – 1ο & 3ο βιβλίο.
Ο Νίκος Θέμελης ήταν πολύ καλός συγγραφέας τελικά (γράφω «ήταν» γιατί πέθανε το 2011) και έγινε ο αγαπημένος μου από όλους τους Έλληνες.
Πρέπει να είχε πολλές γνώσεις για τον ελληνισμό της διασποράς, ιδίως εκεί στα πέριξ της Ρουμανίας τον 18ο -  19ο αι. (των παραδουνάβιων ηγεμονιών όπως λέμε για την εποχή εκείνη), γιατί είδα ότι και σε άλλα βιβλία αυτό ήταν το «φόντο» της κάθε ιστορίας.
Εμένα πάντως μου άρεσε και ο τρόπος γραφής του Θέμελη και οι πληροφορίες για τον τόπο και την εποχή στην οποία αναφέρεται.


Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Φωτογραφία σε Σέπια

Της Ιζαμπέλ Αλιέντε
Στο μυθιστόρημα αυτό ξαναβρίσκουμε ορισμένα πρόσωπα από την Κόρη της μοίρας και το Σπίτι των πνευμάτων. Τα τρία αυτά έργα της Ιζαμπέλ Αλιέντε, όπως αναφέρει η ίδια, αποτελούν ουσιαστικά μια τριλογία. Και πραγματικά, είναι το αποκορύφωμα μιας λαμπρής συγγραφικής διαδρομής, από τις καλύτερες της σύγχρονης ισπανόφωνης λογοτεχνίας.
Στη Φωτογραφία σε σέπια η πρωταγωνίστρια, η Αουρόρα ντελ Βάλιε, υποφέρει από ένα τρομερό ψυχικό τραύμα, που καθορίζει το χαρακτήρα της και σβήνει από τη μνήμη της τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής της. Μεγαλωμένη από τη φιλόδοξη γιαγιά της, την Παουλίνα ντελ Βάλιε, ζει σ' ένα προνομιούχο περιβάλλον, χωρίς τους περιορισμούς των γυναικών της εποχής της, κι όταν αναγκάζεται ν' αντιμετωπίσει την προδοσία εκείνου που αγαπάει και τη μοναξιά, αποφασίζει να εξερευνήσει το μυστήριο του παρελθόντος της...
Στο έργο αυτό οι αναμνήσεις και τα οικογενειακά μυστικά, η δύναμη της γυναίκας, ο μαγικός ρεαλισμός και ο ερωτισμός δίνουν μια μοναδική ανθρώπινη διάσταση, που φέρνει τη γνωστή αφηγηματική τέχνη της συγγραφέα στα ύψη της λογοτεχνικής τελειότητας.

Όπως λέει και παραπάνω, το «Φωτογραφία σε Σέπια» είναι το 2ο μέρος μιας τριλογίας με 1ο το «Κόρη της Μοίρας» και 3ο το «Σπίτι των Πνευμάτων».
Εγώ το διάβασα μεν 2ο, αλλά 1ο διάβασα το «Σπίτι των Πνευμάτων», ενώ δεν διάβασα ακόμα το «Κόρη της Μοίρας». Δηλαδή το πήγα εντελώς ανάποδα, αν και μην φανταστείτε ότι τα τρία αυτά βιβλία αποτελούν συνέχειες, στην πραγματικότητα είναι σαν ανεξάρτητες ιστορίες.
Και τον τρόπο που συνδέονται ούτε που θα τον έπαιρνες χαμπάρι αν δεν ήξερες ότι είναι τριλογία.
Η συμπρωταγωνίστρια στο «Σπίτι των Πνευμάτων» είναι μια από τις πολλές κόρες ενός δευτερεύοντος προσώπου στο «Φωτογραφία σε Σέπια» που δεν θυμόμουν το όνομά της, ούτε θυμόμουν ότι αυτό το κοριτσάκι ήταν η συμπρωταγωνίστρια στο τελευταίο βιβλίο της τριλογίας, το «Σπίτι των Πνευμάτων».

Και αυτό το βιβλίο είχε πάρα πολλά ιστορικά στοιχεία. Και αυτό το βιβλίο ήταν στο στιλ της Αλιέντε και επειδή η πρωταγωνίστρια εμφανίστηκε αργά στο βιβλίο, νόμιζα στην αρχή ότι η πρωταγωνίστρια ήταν άλλη (και νόμιζα ότι ήταν και στη φωτογραφία του εξώφυλλου ενώ τελικά δεν είναι). 

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Ινές, ψυχή μου

Της Ιζαμπέλ Αλιέντε
H Iνές Σουάρεθ, μια φτωχή νεαρή ράφτρα από την Εξτρεμαδούρα της Iσπανίας, ξεκινάει για το Νέο Κόσμο να βρει τον άντρα της, που χάθηκε κυνηγώντας τη δόξα και το χρυσάφι. Άνθρωπος δυναμικός, λαχταράει και μια περιπετειώδη ζωή, απαγορευμένη για τις γυναίκες στη συντηρητική κοινωνία του 16ου αιώνα. Στην Aμερική όμως η Iνές δεν συναντάει τον άντρα της, αλλά ένα μεγάλο έρωτα, τον αξιωματικό Πέδρο ντε Bαλδιβία. Θα δεθούν με μια αγάπη που θα σφραγίσει τη μοίρα τους, ένας ιδεαλιστής στρατιωτικός και μια παθιασμένη γυναίκα που δεν τη χωράει ο τόπος - σιδερένιο χέρι, μεταξωτό γάντι. Θα ζήσουν ανεπανάληπτα γεγονότα, θ' αντιμετωπίσουν θανάσιμους κινδύνους και θα καταφέρουν να κατακτήσουν και να ιδρύσουν μαζί το Βασίλειο της Xιλής.
Σ' αυτό το επικό μυθιστόρημα, η ανάσα του έρωτα κάνει να πάψουν για λίγο η βία κι η αγριότητα που χαρακτηρίζουν εκείνη την εποχή. Και η μαγική πένα της Iζαμπέλ Aλιέντε μας δείχνει πως η πραγματικότητα μπορεί να ξεπερνάει καμιά φορά και την πιο οργιώδη φαντασία και να μας αφήνει κατάπληκτους.

Λοιπόν, το βιβλίο αυτό είναι ακριβώς του στιλ που μ’ αρέσει γι’ αυτό και το διάβασα σε ένα Παρασκευοσαββατοκύριακο και πρέπει να ήταν ένα σεπτεμβριάτικο Π/Σ/Κ. Έμενα τότε σε ένα απαίσιο, να το πω δυάρι, να το πω τριάρι; Ας το πω δυομισάρι, που πάντως είχε πολύ ωραία βεράντα και μ’ άρεσε να διαβάζω εκεί.
Μπόλικη ιστορία και στοιχεία της εποχής. Έχει βέβαια και love story για τους λάτρεις του είδους, οπότε τελικά είναι για πολλά γούστα. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ.
Πάντως, ακόμα και αυτοί που ασχολούνται σχετικά, ξέρουν για την κατάκτηση του Μεξικού απ’ τον Κορτέζ και του Περού απ’ τον Πιζάρο αλλά για τη Χιλή τίποτα. Και στο πανεπιστήμιο που είχαμε ένα μάθημα σχετικά, τίποτα.
Η κατάκτηση της Χιλής λοιπόν, έγινε απ’ τον κονκισταδόρ Πέδρο ντε Βαλβιδία (πρωτοπαλίκαρο του Πιζάρο ήταν αυτός) και η περί ης ο λόγος Ινές Σουάρεθ, ήταν η επίσημη ερωμένη του και αργότερα έγινε κάτι σαν εθνική ηρωίδα της Χιλής.
Παρεμπιπτόντως, θα ήθελα πολύ να πάω στη Χιλή αλλά πέφτει λίγο μακριά. Ακόμα και το Μεξικό, που πάω μερικές φορές,  είναι «κοντά» σε σχέση με τη Χιλή.

Εκείνο που δεν πολυκαταλαβαίνω είναι η εικόνα του εξώφυλλου που δεν μου φαίνεται και πολύ σχετική με την ιστορία. Σαν οδαλίσκη σε σαράι μου φαίνεται η κυρία στο εξώφυλλο. Τελοσπάντων.

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Το Σπίτι των Πνευμάτων



Της Ιζαμπέλ Αλιέντε
Μια χώρα που θα μπορούσε να είναι η Χιλή, και μια πολυπρόσωπη δυναστεία που σε κάθε μέλος της αναφέρεται διαδοχικά αυτό το χρονικό.
Ο Εστέμπαν Τρουέμπα, που ξεκίνησε από το μηδέν κι έγινε ζάπλουτος γαιοκτήμονας και δυναμικός γερουσιαστής, οικογενειακός δυνάστης, που οι τρομεροί θυμοί του συντάραζαν όλους γύρω του. Η Κλάρα, η νόμιμη σύζυγός του, υπερευαίσθητη και με υπεραναπτυγμένη διορατικότητα, με απόλυτη πίστη στα πνεύματα που πλανιούνται στο μεγάλο αρχοντικό τους, πριν το στοιχειώσει και η ίδια με τη σειρά της. Τα νόμιμα και εξώγαμα παιδιά του Εστέμπαν και οι απόγονοί τους, που οι μοίρες τους διασταυρώνονται και συμπλέκονται στα παιχνίδια της αγάπης και της τύχης, η δίνη της εξέγερσης και των παράνομων παθών, ο τρόμος και η φρίκη του πολέμου μιας χώρας που μάχεται τον εαυτό της.
Ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές, ανάμεσα στους αφεντάδες και στ' αποπαίδια, ανάμεσα στον πατριάρχη, στις γυναίκες του σπιτιού, στους υπηρέτες, στους κολίγους, δημιουργούνται και διαλύονται σχέσεις σημαδεμένες.

Μέσα στην τριάδα των καλύτερων βιβλίων που διάβασα.
Ήξερα για «Το Σπίτι των Πνευμάτων» πολύ πριν το διαβάσω και τελικά το διάβασα πολλά χρόνια μετά την κυκλοφορία του.
Στην αρχή δεν μου άρεσε καθόλου και, αν και είχα όλη την καλή πρόθεση να το διαβάσω, παρά λίγο να το παρατήσω.

Όπως όλη την καλή πρόθεση είχα να διαβάσω το «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» του Μάρκεζ, που μας το είχε συστήσει, από τα χρόνια του πανεπιστημίου ακόμα, ένας καθηγητής ως ένα βιβλίο που οφείλαμε να διαβάσουμε, όπως όλη την καλή πρόθεση είχα να διαβάσω τo «Η Πορτοκαλιά ή Οι Κύκλοι του Χρόνου» του Φουέντες, αλλά δεν μπόρεσα.

Τι να κάνω; Με υπερβαίνει. Αυτός ο «φανταστικός ρεαλισμός» δεν είναι καθόλου του γούστου μου τελικά.
Όμως «Το Σπίτι των Πνευμάτων» δεν είναι έτσι, αν και στην αρχή έτσι φαίνεται.
Καθώς ξετυλίγεται η ιστορία έχουμε μια πολύ ρεαλιστική πλοκή που είναι μια πραγματική ζωγραφιά-εικόνα της Χιλής από τα τέλη του 19ου ως τα μισά του 20ου.
Δύο πράγματα μ’ αρέσουν στα βιβλία της Ιζαμπέλ Αλιέντε (σ’ αυτά που διάβασα τελοσπάντων):
Η πλοκή των ιστοριών. Σαν στιλ γραφής μου αρέσει πολύ περισσότερο ο Ρεβέρτε αλλά σαν πλοκή μου αρέσει περισσότερο η Αλιέντε.
Έχει και ένα ξεχωριστό στιλ στον τρόπο που στήνει την πλοκή της. Διαβάζεις για ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός που φαίνονται τελείως ασήμαντα και τα ξεχνάς και στην πορεία καταλαβαίνεις ότι παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο.
Ή πράγματα που φαίνονται πολύ σημαντικά απλά τ’ αναφέρει. «Η Σαριτέ, που ήταν έγκυος εκείνη την εποχή…». Μα, η Σαριτέ ήταν η πρωταγωνίστρια! Πως κατέστη έγκυος; Πότε;
Σε μερικά βιβλία της έπρεπε να φτάσω το διάβασμα ως τη μέση για να καταλάβω ποιος είναι τελικά ο πρωταγωνιστής.
Το δεύτερο πράγμα που μου άρεσε πολύ είναι ότι τα βιβλία της που διάβασα έχουν πάρα πολλά ιστορικά στοιχεία. Βέβαια γούστα είναι αυτά, αλλά εμένα μ’ αρέσει πολύ η ιστορία.
Μαζί με το «Κόρη της Μοίρας» και το «Φωτογραφία σε σέπια» αποτελούν μια τριλογία πάνω στη νεότερη ιστορία της Χιλής. Γι’ αυτό και εμένα μου άρεσαν πολύ, τουλάχιστον τα δύο που διάβασα.
Η σειρά τους είναι πρώτο το «Κόρη της Μοίρας», ύστερα το «Φωτογραφία σε σέπια» και τελευταίο «Το Σπίτι των Πνευμάτων», αν και συνδέονται με έναν τρόπο που δεν τον καταλαβαίνεις εύκολα.
Εγώ διάβασα πρώτο «Το Σπίτι των Πνευμάτων», δεύτερο το «Φωτογραφία σε σέπια», ενώ δεν διάβασα ακόμα το «Κόρη της Μοίρας». Προσεχώς…

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά των παιδικών μου χρόνων (μέρος ΙΙΙ)

Αν η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία, η ιδιαίτερη πατρίδα μου είναι οι γιορτές όταν ήμουνα παιδί.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς γυρνούσαμε τα σπίτια και λέγαμε τα κάλαντα «Άγιος Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται κ.λπ. κ.λπ.».
Δεν είμαι 100% σίγουρος αλλά νομίζω δύο πράγματα: μόνο αγόρια έλεγαν τα κάλαντα τότε και μόνο την Πρωτοχρονιά, όχι τα Χριστούγεννα.
Τα τρίγωνα ήταν τότε, θυμάμαι, μεγάλο φετίχ.
Κανένας μας δεν είχε τρίγωνο και τα κάλαντα τα λέγαμε μόνο τραγουδιστά. Στο σχολείο είχαμε κάνα δυο τρίγωνα και όποιος προλάβαινε να πάρει.
Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνω: είχαμε ένα ψωραλέο χριστουγεννιάτικο δέντρο (πήγαινε ασορτί με τη μικροσκοπική φάτνη από φελιζόλ) και του βάζαμε τα ίδια φωτάκια κάθε χρόνο.
Αν καίγονταν κανένα ή αναβόσβηναν μόνο τα υπόλοιπα ή αγοράζαμε καινούριο λαμπάκι να το αλλάξουμε. Ενώ τώρα το πιο απλό πράγμα είναι να αγοράσεις άλλα φωτάκια.
Γιατί τότε αγοράζαμε λαμπάκια για ανταλλακτικά; Γιατί δεν είχαμε τρίγωνα; Δεν μπορούσαμε να βρούμε εύκολα μάλλον. Δεν νομίζω να ήταν μόνο θέμα χρημάτων.
Το δίφραγκο ήταν το πιο συνηθισμένο ποσό που μας έδιναν. Δεν ήταν και περιουσία αλλά ήταν σημαντικό. Αντίθετα όσοι μας έδιναν δραχμή και πολύ περισσότερο πενηνταράκι, στιγματίζονταν στις παιδικές μας συνειδήσεις ως τσιφούτηδες και μόνο από υποχρέωση περνούσαμε απ’ τα σπίτια τους την επόμενη χρονιά.
Αντίθετα, αυτοί που μας έδιναν τάλιρο και πάνω ανέβαιναν στα ύψη στην εκτίμησή μας. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, μόνο συγγενείς το έκαναν αυτό.
Στους δε συγγενείς συνέβαινε το εξής (που τώρα μου κακοφαίνεται αλλά τότε δεν με πείραζε καθόλου – αρκεί βέβαια ο συγγενής να ήταν δικός μου και εγώ να ήμουν ο ευνοημένος): όταν τους έλεγε τα κάλαντα μια παρέα παιδιών ανάμεσα στα οποία ήταν και ένα που ήταν συγγενής τους, έδιναν, πολλές φορές, σ’ αυτό δεκάρικο και πάνω και στα υπόλοιπα δραχμούλα ή πενηνταράκι!
Ε, είπαμε. Δώσε λίγο παραπάνω στο ανιψάκι ή στο εγγονάκι σου αλλά όχι κι έτσι. Αλλά που τέτοιες ευαισθησίες τότε, σε μεγάλους και μικρούς.
Ο συχωρεμένος ο παππούς μου είχε αξιόλογο αριθμό προβάτων και κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς τηρούσε το εξής έθιμο: πήγαινε στη στάνη με μια κουλούρα, την έσπαζε στο κεφάλι του κριαριού και την έδινε σε όλα τα πρόβατα να τη φάνε.
Η κουλούρα αυτή, κλούρα για να μην ξεχνάμε και τη διάλεκτό μας, ήταν στην ουσία ψωμί ζυμωμένο στο χέρι και ψημένο στον φούρνο.
Μόνο που στο πάνω μέρος της είχε φτιαγμένα με ζυμάρι διάφορα πραγματάκια: τη στρούγκα, τα πρόβατα, τον τσομπάνη, μια γκλίτσα, ένα ψαλίδι (μάλλον συμβόλιζε το κούρεμα των προβάτων) κ.λπ. Εντάξει, δεν θα τα έλεγες ακριβώς αριστουργήματα της γλυπτικής θυμάμαι, αλλά τον ρόλο τους τον έπαιζαν μια χαρά.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, η μάνα μου έκανε τη βασιλόπιτα που πάντα ήταν τυρόπιτα.
Εκτός απ’ το δεκάρικο (που έπαιζε τον ρόλο του φλουριού) έβαζε μέσα και ένα κομματάκι άχυρο, ένα αμπέλι και ένα κλαδάκι ελιάς.
Αυτός που θα τα έβρισκε θα έκανε πολλά πρόβατα, αμπέλια και ελιές. Αυτές ήταν προφανώς οι μεγάλες αξίες της εποχής.
Πάλι στα αναγνωστικά έμενε ο πατερούλης που έκοβε την πίτα και έδινε και ένα κομμάτι του φτωχού, του αγίου και δεν θυμάμαι ποιου άλλου.
Πρακτικά εντελώς, όποιος πεινούσε και όποτε πεινούσε, έπαιρνε ένα κομμάτι απ’ το ταψί και έτρωγε, ο φτωχός και ο άγιος έμεναν χωρίς βασιλόπιτα, σ’ εμάς τουλάχιστον. Μάλιστα εμείς οι μικροί ψάχναμε ανάμεσα στα φύλλα να βρούμε το δεκάρικο (όταν δεν μας έδινε η μάνα μας από μόνη της το κομμάτι με το δεκάρικο-φλουρί).
Η περίοδος ανάμεσα σε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά ήταν για μένα η καλύτερη του χρόνου. Είχα γευτεί μια μεγάλη γιορτή και ερχόταν κι άλλη από πίσω.
Ενώ τα Φώτα τελικά ήταν μια μελαγχολική γιορτή αφού σηματοδοτούσε την επιστροφή στο σχολείο.
Φυσικά από τότε πέρασαν πολλές πολλές γιορτές, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές και, αν πάρουμε την αισιόδοξη εκδοχή, θα ‘ρθουν κάμποσες ακόμα. Όμως κάθε φορά που έρχονται καταλαβαίνω ότι τελικά δεν είναι οι γιορτές που επιθυμώ και νοσταλγώ αλλά τα παιδικά μου χρόνια.

Τέλος

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Το Χρυσάφι του Βασιλιά και το Κίτρινο Γιλέκο

Του Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε
Το Χρυσάφι του Βασιλιά
Σεβίλλη, 1626. Κατά την επιστροφή τους από τη Φλάνδρα, όπου είχαν συμμετάσχει στην πολιορκία και την παράδοση της Μπρέντα, ο λοχαγός Αλατρίστε και νεαρός ακόλουθός του Ίνιγο Βαλβόα αποδέχονται την πρόταση να στρατολογήσουν μια γραφική ομάδα μπράβων για μια επικίνδυνη αποστολή σχετικά με το λαθρεμπόριο χρυσού που τα ισπανικά γαλόνια φέρνουν από τις Ινδίες.
Τα αβαθή νερά στις όχθες του Γουαδαλκιβίρ, η Αυλή των Πορτοκαλιών, η βασιλική φυλακή, οι ταβέρνες της Τριάνα, η πολύβουη Σεβίλλη είναι τα σκηνικά αυτής της καινούριας περιπέτειας, όπου οι πρωταγωνιστές θα ξανασυναντήσουν προδοσίες και μάχες παρέα με παλιούς φίλους και παλιούς εχθρούς.







Το Κίτρινο Γιλέκο
«Ο δον Φρανθίσκο δε Κεβέδο μου έριξε ένα εκφραστικό βλέμμα, που το ερμήνευσα σωστά, κι έτσι σηκώθηκα κι εγώ από το κάθισμά μου για να ακολουθήσω τον κύριό μου. Ειδοποίησέ με αν υπάρξουν προβλήματα, έλεγαν τα μάτια του πίσω από τα κεβεδίστικα γυαλιά του. Δύο σπαθιά είναι καλύτερα από ένα. Έτσι, με συναίσθηση της ευθύνης μου, ταχτοποίησα κι εγώ το στιλέτο του ελέους στο πίσω μέρος της ζώνης μου και πήγα πίσω από τον λοχαγό, διακριτικός σαν ποντικός, ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά θα φτάναμε με ηρεμία ως το τέλος της κομεντί. Γιατί θα ήταν πολύ άσχημο να χαλάσουμε την παράσταση του Τίρσο δε Μολίνα. Μου ήταν βέβαια αδύνατο να φανταστώ μέχρι ποιου σημείου η Μαρία δε Κάστρο θα περιέπλεκε τη ζωή τη δική μου και του κυρίου μου, εκθέτοντάς μας και τους δύο σε σοβαρότατο κίνδυνο· για να μη μιλήσω για την κορόνα του κυρίου μας του βασιλιά, που εκείνες τις ημέρες κρεμόταν στην κυριολεξία από μια κλωστή. Όλα αυτά σκοπεύω να τα διηγηθώ σ' αυτή τη νέα περιπέτεια, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχει τρέλα στην οποία να μην μπορεί να πέσει ο άνθρωπος, άβυσσος στην οποία να μην μπορεί να προβάλει, και περιστάσεις τις οποίες να μην μπορεί να εκμεταλλευτεί ο διάβολος όταν υπάρχει στη μέση ωραία γυναίκα».

Τα δύο αυτά βιβλία είναι τα τελευταία του Ρεβέρτε που διάβασα.
Το Χρυσάφι του Βασιλιά ήταν δώρο στα προπέρσινα γενέθλιά μου. Έχω γράψει ότι μου άρεσε να χαζεύω τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων οπότε είχα δει το 2009 το βιβλίο αυτό. Και πάνω που έλεγα να το πάρω με πρόλαβε η μοίρα…
Έτσι το διάβασα με καθυστέρηση δύο χρόνων. Δεν βαριέστε, κάλιο αργά παρά ποτέ…
Το Κίτρινο Γιλέκο το διάβασα τον χειμώνα που μας πέρασε. Ήταν πραγματικά πολύ καλό και είχε πολύ σασπένς.

Η τελευταία φράση του ακόλουθου του λοχαγού Αλατρίστε εκφράζει, με διαφορετικά λόγια, και τη δικιά μου θεωρία ότι οι γυναίκες (άντε να το πω ρομαντικά, ο έρωτας) είναι η κινητήριος δύναμη στις περισσότερες εξελίξεις.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά των παιδικών μου χρόνων (μέρος ΙΙ)



Η περίοδος των γιορτών άρχιζε φυσικά όταν έκλεινε το σχολείο.
Τις μέρες πριν το κλείσιμο όλη μαζί η τάξη έλεγε χριστουγεννιάτικα τραγούδια (ξέρετε τώρα, «Ω Έλατο», «Χιόνια στο Καμπαναριό» και τέτοια) και έτσι οι κακόφωνοι και εκείνοι που δεν μπορούσαν να μάθουν τα τραγούδια (υπήρχαν και τέτοιοι) καλύπτονταν απ’ την τάξη.
Περιμέναμε πως και πως τη γιορτούλα του σχολείου αλλά απ’ την άλλη κανένας δεν ήθελε και να πει τραγούδι στη γιορτή.
Εγώ ανέκαθεν ήμουν ντροπαλός και τα έχανα μπροστά σε κόσμο (και γενικά δεν είμαι καλός στον προφορικό λόγο, στο πανεπιστήμιο οι μεγαλύτερες και πιο παταγώδεις αποτυχίες μου ήταν σε προφορικές εξετάσεις – θυμάμαι σε ένα μάθημα έμεινα μόνο εγώ απ’ όλο το έτος) και παρακαλούσα κάθε φορά στις γιορτές, την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, να μην είμαι ανάμεσα σ’ αυτούς που θα πουν τραγούδι.
Κάποιος απ’ τους μαθητές ντύνονταν Άι Βασίλης (ούτε αυτό ήθελα να το κάνω και ευτυχώς δεν με προτιμούσαν οι δάσκαλοι λόγω έλλειψης των κιλών βάρους με τα οποία είναι ταυτισμένος ο εν λόγω άγιος), έβαζε βαμβάκι στα μάγουλα και έπαιρνε ένα τσουβάλι μέσα στο οποίο έβαζε διάφορα μικροδώρα και εμφανίζονταν στην τάξη προκαλώντας τον ενθουσιασμό (όχι, το γέλιο σήμα-κατατεθέν του, χο-χο-χο, ήταν άγνωστο τότε).
Τα χρόνια εκείνα εκτρέφαμε και γουρούνι! Βέβαια!
Το αγοράζαμε μικρό και το μεγαλώναμε ως τα Χριστούγεννα οπότε και γινόταν καμιά 200ριά κιλά.
Ακούω για τη γουρνοχαρά στα καμποχώρια της Θεσσαλίας που προφανώς είναι τα χοιροσφάγια αλλά δεν γνωρίζω αυτό το έθιμο απ’ το χωριό μου. Τα χοιροσφάγια ήταν βέβαια κάτι σαν μικρό πανηγύρι αλλά έθιμο «γουρνοχαρά» δεν είχαμε.
Πολύ δημοφιλείς ήταν τότε οι τσιγαρίδες. Οι τσιγαρίδες ήταν το κομμάτι κρέας που έμενε όταν έλιωνες το λίπος του χοιρινού και συνήθως τις συνόδευες με βρασμένο πράσο.
Το πράσο ήταν το λαχανικό των Χριστουγέννων αφού περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο συνόδευε το χοιρινό κρέας.
Η μάνα μου συνήθιζε να κάνει και λουκάνικα από το χοιρινό. Χρησιμοποιούσε τα έντερα του γουρουνιού (το «απέξω» στα λουκάνικα που αγοράζουμε σήμερα είναι νομίζω τεχνητό).
Έβραζε κομματάκια χοιρινού και γέμιζε μ’ αυτά τα έντερα μαζί με μπόλικο πράσο και τα κρεμούσε έξω απ’ το σπίτι για να στεγνώσουν απ’ τον παγωμένο αέρα.
Γούστα βέβαια είναι αυτά, αλλά για μένα τα λουκάνικα εκείνα ήταν νοστιμότατα, ιδίως μέσα στη σόμπα σ’ ένα ταψάκι χωρίς τίποτε άλλο.
Χαμένο δεν πήγαινε ούτε το λίπος του χοιρινού, η λίπα, που την κρατούσαν σε μεγάλα δοχεία και τη χρησιμοποιούσαν αντί για λάδι όλο το χρόνο.
Δεν ξέρω πολλές τεχνικές λεπτομέρειες, αλλά σφράγιζαν το δοχείο, πάλι με λίπος, και έτσι αεροστεγές μπορούσε να διατηρηθεί.
Συνεχίζεται…