Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Το Περιβόλι της Παναγίας (μέρος ΙΙ)


Το 2002 λοιπόν επισκέφτηκα για πρώτη φορά το Περιβόλι της Παναγίας. Δεν ήξερα και πολλά πράγματα για το Άγιο Όρος αλλά μιας και βρισκόμουν εκεί κοντά είπα να το επισκεφτώ για «να δω πως είναι».
Ήταν θυμάμαι, η παραμονή του τελικού του μουντιάλ της Ιαπωνίας/Ν. Κορέας, άρα πρέπει να ήταν 29 Ιουνίου του 2002 όταν πήρα μ’ έναν φίλο απ’ το χωριό το καραβάκι απ’ την Ουρανούπολη για το Άγιο Όρος.
Η Ουρανούπολη είναι ένα τουριστικό χωριουδάκι και θα μπορούσε να μοιάζει με οποιοδήποτε άλλο τουριστικό μέρος στη χώρα μας.
Πολλά Rooms to let, μαγαζάκια με κάρτες, μαγνητάκια και άλλα αναμνηστικά απ’ έξω, ταβέρνες και καφετέριες όπου κάθονταν πολλοί κατακόκκινοι απ’ τον ήλιο ξανθοί ή ανοιχτόχρωμοι τελοσπάντων ξένοι (που μάντευες ότι οι περισσότεροι ήταν από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ – ομόδοξοι γαρ) όλοι κάποιας ηλικίας.
Η πιάτσα ήταν κοντά στο λιμανάκι και εκεί υπήρχαν κάμποσες καφετέριες με πέργολες και απέναντί τους (τα χώριζε ένα μικρό πλακόστρωτο δρομάκι) υπήρχαν μερικά μαγαζάκια με τουριστικά είδη.
Θα μπορούσε λοιπόν να μοιάζει με οποιοδήποτε άλλο τουριστικό χωριουδάκι στη χώρα μας αν δεν έβλεπες παντού ανθρώπους με καλογερίστικα ράσα.
Πολλοί μοναχοί κατέβαιναν στην Ουρανούπολη για δουλειές των μοναστηριών τους και επίσης πολλοί περιφέρονταν εκεί πουλώντας κομποσκοίνια, σταυρουδάκια και εικονίτσες και όλοι αυτοί, μαζί με τους επισκέπτες των μοναστηριών, μαζεύονταν στις καφετέριες κοντά στο λιμάνι όπου ο ελληνικός καφές είχε την τιμητική του.
Αλήθεια αναρωτήθηκε κανείς γιατί οι μοναχοί πίνουν ελληνικό καφέ και γιατί στα μοναστήρια δίνουν πάντα, μαζί με το λουκουμάκι, ελληνικό καφέ και όχι νες π.χ.; Εγώ πάντως δεν ξέρω. Αν το κάνουν γιατί τους αρέσει εντάξει, αλλά αν το κάνουν γιατί θεωρούν το αντίθετο σκανδαλισμό είναι ανόητο…
Όπως έμπαινες στο καραβάκι, ένας λιμενικός τσεκάριζε τα διαμονητήρια των επισκεπτών. Όπως λοιπόν του το έδινα, παφ, το παίρνει ο αέρας και πέφτει στη θάλασσα. Τώρα;
Οπότε παίρνω ένα καλάμι ψαρέματος από έναν επισκέπτη (που προφανώς ήθελε να συνδυάσει το προσκύνημα με το χόμπι του) και… το ψαρεύω. Ήταν γραφτό φαίνεται να κάνω εκείνο το ταξίδι.
Πήραμε το καραβάκι και ξεκινήσαμε.
Τι να σας πω για το τι ένιωσα; Δεν περιγράφεται εύκολα. Εγώ γενικά είμαι «δύσκολος» άνθρωπος, δεν με αγγίζουν εύκολα οι εικόνες που βλέπω.
Αλλά εκεί, στο Άγιο Όρος, με το που ξεκινάει το καραβάκι καταλαβαίνεις ότι μπαίνεις σε άλλο κόσμο και ηρεμείς. Και δεν έχει να κάνει με την ηρεμία που δίνει πολλές φορές η θάλασσα γιατί πήγα στο Άγιο Όρος και με κακό καιρό, ψιλόβροχο, τον ουρανό μολύβι πάνω και τη θάλασσα γκρίζα γύρω, αλλά το αίσθημα αυτό της ηρεμίας ήταν το ίδιο.
Σκέφτομαι πολλές φορές, ακόμα και τώρα, πόσο «μαγικά» θα είναι εκεί τον χειμώνα, στο δωματιάκι σου με τη σόμπα και έξω να σφυρίζει ο αέρας. Κάπως έτσι νιώθεις πιο κοντά στον Θεό, έτσι αισθάνομαι εγώ τουλάχιστον.
Η χερσόνησος του Άθω είναι διαφορετική από τις άλλες δύο της Χαλκιδικής. Με το που ξεκίνησε το καραβάκι μέχρι το τέρμα το μέρος ήταν άγονο, βραχώδες και ορεινό. Έτσι φαίνονταν απ’ το καράβι δηλαδή γιατί μου είπαν ότι παραμέσα υπάρχουν μεγάλα δάση. Δέντρα υπήρχαν και κοντά στην ακτή αλλά μην φανταστείτε τίποτα πυκνά δάση.
Αρχίσαμε να περνάμε μοναστήρια και «αρσανάδες» (έτσι λέγονται τα λιμανάκια που έχουν τα μοναστήρια που είναι μακριά απ’ τη θάλασσα).
Περισσότερο μ’ εντυπωσίασε η Μονή Παντελεήμονος, το ρωσικό μοναστήρι. Όπως όλα σχεδόν τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, είναι σαν ένα μικρό χωριό και εκείνο που το κάνει διαφορετικό είναι οι πράσινοι τρούλοι του. Εκεί βρίσκεται και η μεγαλύτερη καμπάνα του Αγίου Όρους.
Στο μεταξύ είχα αρχίσει να τηλεφωνώ σε διάφορα μοναστήρια αν μπορούσαν να μας φιλοξενήσουν γιατί έτσι πρέπει να κάνει ο επισκέπτης όπως έγραψα στο πρώτο μέρος.
Τα τηλέφωνα υπήρχαν πάνω στο διαμονητήριο αλλά όλα τα μοναστήρια στα οποία τηλεφώνησα μου είπαν πως ήταν γεμάτα και δεν μπορούσαν να μας δεχτούν.
Τώρα; Τι κάνουμε;
Στη μέση περίπου της χερσονήσου (μιλάμε πάντα για την πλευρά μέσα στον κόλπο, όχι έξω στο Αιγαίο) είναι η Δάφνη.
Τη Δάφνη δεν θα την έλεγες ούτε χωριό, εκεί βρίσκεται ένα τελωνείο, μερικά καφενεδάκια και λίγα μαγαζάκια με θρησκευτικά μικροείδη και αναμνηστικά.
Εκεί κατεβήκαμε για λίγο και μπροστά στον φόβο να μείνουμε άστεγοι το βράδυ, λέω στον συνοδοιπόρο μου «Κουστούλια, στο επόμενο μοναστήρι κατεβαίνουμε και ας μην μας περιμένουν».
Το επόμενο μοναστήρι όμως απ’ τη Δάφνη είναι της Σίμωνος Πέτρα. Και μόνο που το έβλεπες πάνω στο βουνό κουραζόσουν, όχι να ανέβεις εκεί πάνω με τα πόδια (είναι όμως εντυπωσιακό, ε;).
Επειδή από παλιά δεν φημιζόμουν για τη ροπή μου προς τη σωματική άσκηση και το βάδισμα, γυρνάω στον Κουστούλια και αναθεωρώ «…δηλαδή όταν λέμε επόμενο εννοούμε το επόμενο του επόμενου».
Και για να μην υπάρχει περίπτωση να αναθεωρήσω πάλι κατεβήκαμε στη μπουκαπόρτα οπότε δεν μπορούσαμε να δούμε πως ήταν το μοναστήρι που ακολουθούσε.
Και κάπως έτσι, όταν το καραβάκι έπιασε στον αρσανά και έπεσε η μπουκαπόρτα βρεθήκαμε στη Μονή Γρηγορίου (φωτογραφία).
Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου