Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Ο κήπος με τα δηλητηριώδη κόκκινα λουλούδια



Η αλήθεια είναι ότι από καιρό ήθελα να γράψω κάποια πράγματα και να που μου έδωσε την πρόφαση η επικαιρότητα γιατί διαβάζω πως σύντομα αναμένονται πρωτοβουλίες και νομοθετικές ρυθμίσεις για τα κόκκινα δάνεια.
Έγραψα «την πρόφαση» γιατί στην πραγματικότητα πρόφαση είναι, για να μην θεωρηθώ και ξεκάρφωτος, αυτά που έχω πολύ καιρό στο μυαλό και ήθελα να τα γράψω δεν έχουν και πολύ σχέση με ρυθμίσεις και τακτοποιήσεις.
Ψάχνουμε εδώ και πέντε χρόνια για τις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση.
Ο ένας κατηγορεί τον άλλο, οι πολίτες τους πολιτικούς, οι μη δημόσιοι υπάλληλοι αυτούς που είναι (ένα φοβερό πράγμα ρε παιδί μου σ’ αυτή τη χώρα, λες και υπάρχουν δύο κοινωνικές τάξεις, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι μη) και πάει λέγοντας.
Λυπάμαι που θα στενοχωρήσω τη συμπαθή τάξη των τραπεζιτών αλλά δεν άκουσα μέχρι τώρα κουβέντα που να τους καταλογίζει λίγη έστω ευθύνη για τη σημερινή στενάχωρη (για να χρησιμοποιήσω μια μετριοπαθή λέξη) κατάσταση.
Τω καιρώ εκείνω λοιπόν, οι τράπεζες ξαφνικά βρέθηκαν να έχουν μεγάλη ρευστότητα. Αυτό από μόνο του δεν θα ήταν κακό, το αντίθετο, καλύτερα να έχεις μεγάλη ρευστότητα απ’ το να μην έχεις καθόλου ή να έχεις μικρή.
Τεράστια κεφάλαια που όμως όπως συμβαίνει πάντα στην περίπτωση των τραπεζών δεν ήταν δικά τους. Ή αποταμιεύσεις των καταθετών τους ήταν ή κεφάλαια που δανείζονταν με εξευτελιστικό επιτόκιο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και άλλους οργανισμούς.
Τα κεφάλαια αυτά οι τράπεζες κάπως έπρεπε να τα διαχειριστούν ή να τα επενδύσουν γιατί αυτό κάνουν οι τράπεζες «για να ζήσουν»: διαχειρίζονται και επενδύουν τα κεφάλαια των άλλων.
Και ποια ήταν τότε η πιο εύκολη και αποδοτική επένδυση; Να τα δανείσουν στον κόσμο με επιτόκιο που έφτανε και το 20%!
Πάρε δάνεια κόσμε λοιπόν! Εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, ότι τραβάει η ψυχή του καθενός.
Έπαιρναν τηλέφωνα στα σπίτια για να δώσουν (δανείσουν) λεφτά, έστηναν πάγκους έξω από τις τράπεζες (το είδα και αυτό με τα ματάκια μου στην Αθήνα), ταχυδρομούσαν πιστωτικές κάρτες (πολλές φορές από τράπεζα που ήδη είχε κάποιος!) και δεν συμμαζεύεται…
Μην μου πείτε ότι τα θυμάμαι μόνο εγώ όλα αυτά.
Και τα περισσότερα δάνεια, τα καταναλωτικά τουλάχιστον, ήταν χωρίς καμιά εγγύηση.
Έπαιρναν όλοι δανεικά, μπαρμπάδες, γιαγιάδες και παππούδες, και τώρα αυτά γίναν αγύριστα.
Δηλαδή η διαχείριση των ξένων κεφαλαίων απ’ τους τραπεζίτες αποδείχθηκε καταστροφική.
Για λογοδοσία ούτε λόγος φυσικά, αλλά δεν ακούω να γίνεται λόγος και για ευθύνες. Όλοι οι άλλοι φταίνε. Οι πολιτικοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι, ξέρω γω;
Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε τα κόκκινα δάνεια να ξεπερνούν αυτήν τη στιγμή τα 77 δις ευρώ. Ιλιγγιώδες ποσό αν σκεφτεί κανένας ότι ισοδυναμεί με το 44% του ΑΕΠ της χώρας!
Κάποτε σκεφτόμουν ότι το τέλος της κρίσης (όταν αυτό έρθει…) θα βρει τους Έλληνες με πιστοληπτική ικανότητα μηδέν αφού όλοι θα χρωστάνε και φυσικά καμιά τράπεζα δεν θα τολμάει να τους ξαναδανείσει.
Τώρα όμως σκέφτομαι ότι αυτό είναι το λιγότερο. Κακά τα ψέματα, χωρίς ένα μικρό έστω, αλλά σταθερό τραπεζικό σύστημα η χώρα δεν βγαίνει απ’ αυτό το τέλμα. Χωρίς δάνεια στις επιχειρήσεις η οικονομία δεν κινείται.
Γι’ αυτό και επιβάλλεται η νομοθετική ρύθμιση για την εξυγίανση των τραπεζών που όλο εξαγγέλλεται.
Απ’ την άλλη, τι διάολο, δεν το βλέπουν οι υπεύθυνοι και οι επίδοξοι νομοθέτες;
100.000 ευρώ τώρα είναι μια περιουσία, το 2009 ήταν έτσι κι έτσι. Δάνειο 100.000 ευρώ δεν αποπληρώνεται πια.
20% επιτόκιο δανεισμού στον καιρό μας; Είναι τρελό.
Τα νοικοκυριά έχασαν πάνω από το 30% του εισοδήματός τους τα τελευταία χρόνια.
Εξαιτίας του παραπάνω, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να πουλήσουν και μαράζωσαν.
Ένα σπίτι που προ κρίσης κόστιζε 200.000 ευρώ και ο φουκαράς ο ιδιοκτήτης που «ήθελε ν’ αφήσει κάτι στα παιδιά του» πήρε δάνειο απ’ την τράπεζα για να το αγοράσει, το χρωστάει, ενώ το σπίτι έχει χάσει τώρα τη μισή του αξία.
Άλλαξε η αξία του χρήματος, πολύ μυαλό θέλει;
Δεν αποπληρώνονται τα δάνεια-αμαρτίες της επίχρυσης προ του 2009 εποχής, ας το πάρουμε όλοι χαμπάρι.
Το «κούρεμα» των συσσωρεμένων τόκων ή και του κεφαλαίου  είναι μονόδρομος για ν’ ανασάνει ο κόσμος και η τελευταία ευκαιρία για τις τράπεζες να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους.
Η επόμενη ορατή λύση για τις τράπεζες (και ας μην επιχαίρουν πολλοί γιατί με τέτοιες κινήσεις απελπισίας δεν βγαίνουμε απ’ την κρίση) θα είναι να «πουλήσουν» τα κόκκινα δάνεια στα distress funds (distress θα πει δυστυχία αν δεν με προδίδουν τα αγγλικά μου), που πληρώνουν 5 σεντς ανά ευρώ για να πάρουν ένα κόκκινο δάνειο.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Κόρη της Μοίρας



Το μυθιστόρημα αυτό είναι μέρος μιας τριλογίας μαζί με το «Φωτογραφία σε Σέπια» και «Το σπίτι των Πνευμάτων» της Ιζαμπέλ Αλιέντε (ή πιο σωστά Αγέντε).
Αν το δεις με βάση τα γεγονότα που περιγράφονται και τα πρόσωπα που συμμετέχουν, η σειρά των βιβλίων είναι 1ο το «Κόρη της Μοίρας», 2ο το «Φωτογραφία σε Σέπια» και 3ο το «Το σπίτι των Πνευμάτων».
Εγώ τα διάβασα με εντελώς ανάποδη σειρά, 3ο-2ο-1ο, αλλά δεν έχει και τόση σημασία τελικά.
Και δεν έχει και τόση σημασία γιατί το Σπίτι των Πνευμάτων δεν συνδέεται και τόσο πολύ με τα άλλα δύο και εγώ τουλάχιστον το θεωρώ ανεξάρτητο μυθιστόρημα.
Υποπτεύομαι ότι την ίδια γνώμη με μένα έχει και η ίδια η Αλιέντε γιατί έγραψε πρώτο το Σπίτι των Πνευμάτων το 1982, είδε μάλλον ότι είχε πολύ μεγάλη επιτυχία (και να μην το διαβάσατε δεν μπορεί, θα το ακούσατε) και συνέχισε μετά από πολλά χρόνια, το 1999 & το 2000 με τα άλλα δύο.
Η ιστορία λοιπόν ξεκινάει στο μακρινό (και εξωτικό όπως το ακούμε) Bαλπαραΐσο της Xιλής. Εκεί ζει η πρωταγωνίστρια, η Ελίζα Σόμερς.
Η Ελίζα λοιπόν είναι υιοθετημένη από μια πλούσια οικογένεια Άγγλων που ζουν εκεί (στην πορεία του βιβλίου όμως αποκαλύπτεται ότι είναι παιδί ενός ανύπαντρου θείου της οικογένειας, καπετάνιου που όλο ταξιδεύει).
Στα 18 της όμως η Ελίζα ερωτεύεται (όχι και τόσο πρωτότυπο αυτό) έναν πάμπτωχο νεαρό (ούτε και αυτό ιδιαίτερα πρωτότυπο), τον Χοακίν Αντιέτα.
Μιλάμε για το 1849 και ο φτωχός, πλην τίμιος (;) νέος την κάνει για την Καλιφόρνια στην οποία εκείνη τη χρονιά ανακαλύπτεται χρυσάφι το οποίο τραβάει κόσμο και κοσμάκη εκεί, όπως το ώριμο σύκο τις σφήκες.
Αν και να πω την αλήθεια δεν θυμάμαι το λόγο για τον οποίο ο Χοακίν την κοπάνησε για την Καλιφόρνια, υποθέτω όμως πως πήγε εκεί για να πιάσει την καλή και να μπορέσει όταν επιστρέψει πλούσιος να ζητήσει το χέρι της Ελίζας.
Για ποιον άλλον λόγο να πήγε στην Καλιφόρνια, στο μυαλό της Αλιέντε δεν είμαι αλλά αυτός πρέπει να ήταν ο λόγος.
Η Ελίζα, ολίγον έγκυος, μπαρκάρει και αυτή λαθρεπιβάτισσα σε άλλο πλοίο για την Καλιφόρνια για να το βρει.
Τη βοηθάει ένας νεαρός Κινέζος γιατρός, ο Tάο Tσι'έν, και ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια «συμπάθεια».
Στο βιβλίο δεν αναφέρεται ξεκάθαρα και δεν είναι ότι είχα διαβάσει ήδη το επόμενο βιβλίο, τη Φωτογραφία σε Σέπια όπου ο Τάο και η Ελίζα είναι παντρεμένοι, αλλά πολύ μυαλό και φαντασία δεν θέλει: ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένα ειδύλλιο.
Η Ελίζα ξεμπαρκάρει στο Σαν Φρανσίσκο (ξέχασα να γράψω ότι απ’ τις κακουχίες του ταξιδιού στο αμπάρι του πλοίου, αποβάλει και χάνει το παιδί της) και ντυμένη σαν άνδρας αρχίζει να ψάχνει τον καλό της, προσποιούμενη τον μικρό του αδελφό, Ελίας.
Είναι που είναι ακόμα παρθένα και γη της ελευθερίας η Καλιφόρνια, είναι και η Ελίζα ντυμένη σαν άνδρας και γυρνάει με το άλογο εδώ και εκεί, γεγονός είναι ότι η Ελίζα γνωρίζει μια ελευθερία και μια ανεξαρτησία που ούτε καν υποψιαζόταν ότι υπήρχε όταν ζούσε στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειάς της, στην, όσο να ‘ναι, συντηρητική κοινωνία της Χιλής.
Τα χρόνια περνάνε, η μνήμη του Χοακίν Αντιέτα αρχίζει να ξεθωριάζει στο μυαλό της Ελίζας η οποία, γνωρίζοντας για πρώτη φορά στη ζωή της ελευθερία και ανεξαρτησία, καταλήγει να αναρωτιέται αν τελικά αξίζει να βάλεις σαν σκοπό της ζωής σου να υπηρετείς και να ζεις μόνο για έναν άνθρωπο ακόμα και αυτός είναι ο μεγάλος έρωτας της ζωής σου.
Πώς να δώσει λύση η Αλιέντε που προφανώς ούτε τις ρομαντικές ψυχές που τη διαβάζουν θέλει να κακοκαρδίσει αλλά ούτε και το κεντρικό μήνυμά της που είναι η ελευθερία της γυναίκας να απαρνηθεί (εκτός του ότι το γράφει και η ίδια στον πρόλογο το πρόσεξα και εγώ στα βιβλία της που διάβασα): οι ηρωίδες της είναι πάντα γυναίκες που ενώ στην αρχή είναι καταπιεσμένες ζώντας σε πουριτανικές κοινωνίες, σταδιακά απελευθερώνονται και γίνονται αυτό που λέμε ανεξάρτητες.
Πώς να δώσει λοιπόν λύση στο δίλλημα, για να μην ξεχνιόμαστε, η Αλιέντε, επινοεί μια περίεργη τροπή στην ιστορία της: ο ευγενικός και συνεσταλμένος Χοακίν Αντιέτα έχει μεταμορφωθεί στην Καλιφόρνια στον διαβόητο ληστή Χοακίν Μουριέτα.
Βέβαια στην ιστορία μας ο Μουριέτα πότε παρουσιάζεται σαν αιμοσταγής δολοφόνος και πότε σαν ευγενής Ρομπέν των Δασών αλλά αυτό δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία αφού η Ελίζα δεν τον συναντάει ποτέ.
Μία ομάδα καταδίωξης σκοτώνει τον Μουριέτα και του κόβει το κεφάλι σαν απόδειξη καθότι επικηρυγμένος (ο Μουριέτα φυσικά).
Η Ελίζα πιστεύει ότι ο Μουριέτα ήταν ο πρώην καλός της, Αντιέτα, και για της φύγει η αμφιβολία πάει να δει το κομμένο κεφάλι του ληστή, συνοδευόμενη από τον Κινέζο φίλο της.
Αν και η Αλιέντε δεν μας το λέει ξεκάθαρα, απ’ την τελευταία φράση του βιβλίου, τα λόγια της Ελίζας «Τώρα είμαι ελεύθερη», συμπεραίνουμε ότι έτσι ήταν τελικά, οπότε πάει ο φουκαράς ο Χοακίν Αντιέτα.
Ήταν ένα καλό μυθιστόρημα, ίσως όχι το καλύτερο της Αλιέντε όπως αυτοδιαφημιζόταν, αλλά καλό.
Έχει και αρκετά στοιχεία για την εποχή που μ’ αρέσουν, πετυχαίνει να περιγράψει μια χαρά τους χαρακτήρες, αλλά πάντως το Σπίτι των Πνευμάτων δεν το φτάνει.
Και αν κάποιος θέλει να αρχίσει με την Αλιέντε, το Σπίτι των Πνευμάτων θα του συνιστούσα.

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Λόγια ανδρών επιφανών: «Η ενέργεια δεν είναι κοινωνικό αγαθό», Ταμήλος Μιχαήλ, μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου.



… Και ως μέλος του ελληνικού αντιπροσωπεύει το ελληνικό έθνος, δηλαδή όλους μας (Προσοχή! Το ελληνικό έθνος και όχι τον νομό – εκλογική περιφέρεια, πως το λένε τώρα; - Τρικάλων όπου εκλέγεται, ούτε τους 5.288 ψηφοφόρους του).
Αυτά έχει η έμμεση και αντιπροσωπευτική δημοκρατία και δεν γίνεται και αλλιώς, η άμεση δημοκρατία υπάρχει μόνο στο μυαλό κάποιων (όχι απαραίτητα αναρχικών) θεωρητικών.
Ναι, θα πουν μερικοί, αλλά το επίπεδο του λαού είναι καλύτερο απ’ αυτό των 300 εκπροσώπων του, δεν γίνεται αυτοί να αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού λαού μπλα μπλα.
Εγώ την άποψή μου την έχω πει και παλιότερα, αν κοιτάξουμε στον καθρέφτη θα δούμε τους ανθρώπους που μας εκπροσωπούν στη Βουλή.
Τι είναι οι 300 βουλευτές; Σάρκα απ’ τη σάρκα της κοινωνίας μας. Καλοί όσο καλοί ήμαστε και εμείς και κακοί το ίδιο.
Τι να λέμε τώρα; Για μένα η κάθε κοινωνία και χώρα έχει τους εκπροσώπους (κάθε είδους εκπροσώπους) που της ταιριάζουν.
Πιστεύω ότι υπάρχουν και οι εξαιρέσεις αλλά αυτοί δεν εκτίθενται στην έγκριση ή την αποδοκιμασία των υπολοίπων δια της ψήφου των (χαζοί είναι;) και αν καμιά φορά μπαίνουν στη διαδικασία της συμμετοχής στα Κοινά, το πιθανότερο είναι να μην εκλεγούν και τους τρώει το σκοτάδι…
Γιατί; Γιατί προφανώς δεν έχουν αυτό το «κάτι» που εκτιμάει ο ψηφοφόρος όταν δίνει το σταυρουδάκι του.
Αυτό το κάτι όμως διέθετε αρκούντως ο Μιχάλης Ταμήλος (και αυτό δεν είναι ούτε πλάκα ούτε ειρωνεία).
Επειδή είναι συμπατριώτης μου ξέρω ότι διετέλεσε Δήμαρχος Τρικκαίων για δυο τετραετίες ενώ με το που αποφάσισε να μετακινηθεί στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας, εκλέχθηκε αμέσως Βουλευτής.
Ε, πώς να είναι πλάκα το ότι έχει αυτό που θέλει ο ψηφοφόρος αφού εκλέγεται όπου συμμετέχει;
Βέβαια εντάξει, αυτό το «Θα διώξουμε την Τρόικα, όπως ο Οδυσσέας έδιωξε τους μνηστήρες της Κλεοπάτρας» δεν ήταν ακριβώς σωστό αλλά για ρωτήστε στα καφενεία, ή όπου αλλού συχνάζει ο κόσμος τελοσπάντων πάντων, για να δείτε πόσοι ξέρουν πως έλεγαν τη γυναίκα του Οδυσσέα.
Αλλά για άλλο λόγο ξεκίνησα αυτήν την ανάρτηση σήμερα.
Εντάξει, πες ότι το «Οι μνηστήρες της Κλεοπάτρας» ήταν αυτονόητο πως ήταν λάθος γι’ αυτό και γελάσαμε λίγο αλλά να δεις που με το άλλο που είπε, ότι η ενέργεια και το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είναι κοινωνικό αγαθό και απόδειξη είναι ότι μπορείς να ζεις με τη γκαζόλαμπα όπως παλιά στα χωριά, μπορεί να συμφωνούν και κάμποσοι.
Νομίζω δε ότι εκείνος ο φίλος μου, τέως ιδιοκτήτης καφενείου, που μου είχε πει όταν συζητήσουμε περί ευρώ και Ευρώπης «Τι τα θέλουμε τα λεφτά; Θα έρχεται εδώ ο κόσμος, θα μου δίνει 2-3 αυγά και θα του φτιάχνω έναν καφέ» θα συμφωνούσε με τον Μιχάλη Ταμήλο.
Πώς να μιλήσεις σοβαρά και για τα δύο; (για το ηλεκτρικό ρεύμα και τα αυγά).
Τι επιχειρήματα να βρεις τώρα για να αποδείξεις το αυτονόητο; Ότι η ενέργεια είναι κοινωνικό αγαθό; Σηκώνεις τα χέρια ψηλά.
Ακριβώς όμως επειδή είναι κοινωνικό και απαραίτητο αγαθό δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης από κάποια κοινωνική ομάδα για να κερδίσει κάτι.
Γιατί τις συνέπειες θα τις υποστεί άλλη κοινωνική ομάδα (ή άλλες κοινωνικές ομάδες).
Και εντάξει, πες ότι εγώ και όσοι έχουν τα ίδια χάλια με μένα και δεν μπορούμε χωρίς air condition τώρα το καλοκαίρι ή δεν μπορούμε να περπατάμε στα σκοτάδια, δεν μετράμε.
Αλλά οι επαγγελματίες που χρειάζονται το ρεύμα στις δουλειές τους; Πως θα μαγειρέψουν οι ιδιοκτήτες απ’ τα εστιατόρια και τις ταβέρνες; Και αυτοί που έχουν εμπορεύματα χιλιάδων ευρώ στα ψυγεία;
Καλά να πάθουν θα πει κάποιος. Μαγείρευαν με ρεύμα ή είχαν ψυγεία στα χωριά τους οι παππούδες τους;