Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Ο δικομματισμός πέθανε, ζήτω ο διπολισμός!



Από μερικές μέρες πριν είχα στο μυαλό μου να γράψω αυτά εδώ τα πράγματα, αλλά φοβόμουν μήπως ο κόσμος τα βρει υπερβολικά και ευφάνταστα.
Έλα όμως που χτες άκουσα ότι ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης πρότεινε κάτι που κινείται στο πνεύμα αυτού που σκεφτόμουν να γράψω. Αυτό βέβαια μου στερεί πιθανώς τα εύσημα της πολιτικής διορατικότητας (αφού μερικοί μπορεί να σκεφτούν ότι τα γράφω επειδή άκουσα τον Χρυσοχοΐδη) αλλά απ’ την άλλη με απαλλάσσει και απ’ το άγχος που είχα ότι μπορεί για πολλούς να έγραφα παλαβά πράγματα.
Πάντως ερέθισμα μου είχαν δώσει κάτι δηλώσεις του Πάγκαλου και του Μητσοτάκη.

Ο μεν Πάγκαλος είχε ζητήσει να στηριχθεί ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και του έπλεξε το εγκώμιο χαρακτηρίζοντάς τον ηγέτη της Κεντροδεξιάς (σε αντίθεση με την Κεντροαριστερά που κατά τον Πάγκαλο δεν έχει αυτή τη στιγμή έναν ηγέτη) ο δε πρώην πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης (στα 95 παρακαλώ ή να το πω αλλιώς 5 χρόνια πριν τα 100!!!) δήλωσε πως πιστεύει ότι η Ευρώπη έχει αποφασίσει να σώσει την Ελλάδα («το καράβι δεν θα βουλιάξει μέσα στο λιμάνι», είπε) και άρα θα βρεθεί λύση στη διαφορά που ανέκυψε με την Τρόικα.

Εκείνο που σκεπτόμουν από καιρό είναι ότι το πολιτικό σύστημα όπως το ξέραμε για δεκαετίες στην Ελλάδα, βασισμένο στον δικομματισμό, πέθανε.

Γι’ αυτό και εγώ νομίζω ότι με το ξεπέρασμα της κρίσης (θα γίνει και αυτό – θα τα πούμε στην επόμενη ανάρτηση) η Ελλάδα θα ξεκινήσει σχεδόν απ’ το μηδέν. Πολλά πράγματα έχουν ήδη αλλάξει. Αυτό θα είναι ίσως το μόνο κέρδος που θ’ αφήσει αυτή κρίση: η Ελλάδα θα ξεκινήσει πάλι απ’ το μηδέν χωρίς να χρειαστεί να καταστραφεί η χώρα.

Πολλοί λένε «ε, ας καταστραφούμε και ας ξαναρχίσουμε απ’ το μηδέν». Τι είναι αυτό; Άλλο το ένα άλλο τ’ άλλο. Καταστροφή π.χ. είναι αυτό που γίνεται τώρα στη Συρία.

Πίσω στο σημερινό σχόλιο. Ο δικομματισμός λοιπόν, όπως τον ξέραμε, πέθανε και αποκλείεται να αναστηθεί. Στη θέση του βλέπω να μπαίνει ένας διπολισμός: Ευρωπαϊστές – Αντιευρωπαϊστές (για μένα είναι αυτοί που μπορούν ακόμα να δουν καθαρά και αυτοί που δεν μπορούν, αλλά τελοσπάντων).

Βλέπω τη Ν.Δ. να ηγείται και τελικά να απορροφά και ένα κομμάτι του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (είναι λίγο διαφορετικό από αυτό που είπε ο Χρυσοχοΐδης, αυτός μίλησε για τη δημιουργία ευρωπαϊκού μετώπου Ν.Δ. – ΠΑ.ΣΟ.Κ.).

Αυτή η εξέλιξη θα είναι μεγάλο άδικο και κρίμα για τον Βενιζέλο που θα έχει εισπράξει μόνο ζημίες απ’ τη συγκυρία και στο τέλος δεν θα έχει και καθόλου οφέλη. Για μένα η πραγματική αποκάλυψη δεν είναι ο Σαμαράς αλλά ο Βενιζέλος. Τι να λέμε τώρα, ο άνθρωπος πήρε στις πλάτες του τη χώρα στη χειρότερη συγκυρία (πάλι τελοσπάντων…).

Σε παλιότερη ανάρτηση είχα χαρακτηρίσει τον Τσίπρα ευτυχή και τυχερό. Ο Σαμαράς και αν είναι τελικά. Μετά τα φιάσκο της Πολιτικής Άνοιξης του έκατσε η προεδρία της Ν.Δ. και κατόπιν η συγκυρία το θέλησε να τεθεί επικεφαλής ενός ολόκληρου ρεύματος, του «φιλοευρωπαϊκού». Δεν λέω ότι δεν αποδείχθηκε ικανός (το αντίθετο, για μένα ήταν μια ευχάριστη έκπληξη), αλλά πολύ τυχερός βρε παιδί μου…

Και πάμε στον άλλο πόλο. Η κρίση δημιούργησε έναν ολόκληρο κόσμο νεόπτωχων και απελπισμένων. Οι περισσότεροι από αυτούς (όχι όλοι, νεόπτωχος είμαι και εγώ π.χ.) ριζοσπαστικοποιήθηκαν και απέδωσαν όλα τα δεινά τους στους κακούς άλλους (Ευρώπη, Τρόικα, αλλοδαποί, αδιάφορο).

Πολλά κόμματα εισέπραξαν οφέλη απ’ αυτή την κατάσταση (Ανεξάρτητοι Έλληνες, Χρυσή Αυγή) αλλά κάποιο έπρεπε να ηγηθεί. Ο κλήρος έπεσε στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. λοιπόν ξεκίνησε σαν φιλοευρωπαϊκό αριστερό κόμμα, άρα οι αρχές του κόμματος δεν είναι αυτές που προτάσσει τώρα γιατί τα εκλογικά οφέλη το απαιτούν. Αυτό είναι αναντίρρητο.

Το ερώτημα είναι τι πιστεύει ο αρχηγός του, ο Αλέξης Τσίπρας. Τα πιστεύει αυτά που λέει ή τα λέει για να έχει εκλογικό όφελος; Εγώ νομίζω δεν τα πιστεύει, αλλά το ερώτημα είναι τι είναι χειρότερο τελικά. Να πιστεύεις τέτοια πράγματα ή να πας ενάντια στα πιστεύω σου για να κερδίσεις εκλογικά;

Το δεύτερο μπορούσαν να κάνουν π.χ. η Ντόρα και ο Κουβέλης και τα κόμματά τους τώρα θα είχαν τώρα πάνω από 20%.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 11ο & τελευταίο)



Τη δεύτερη μέρα πήγαμε απ’ το πρωί στη Μύκονο. Ο καιρός είχε φτιάξει, αλλά ακόμα ήταν συννεφιασμένος και είχα ήδη εγκαταλείψει το σχέδιο με το κατάστρωμα. Σχέδιο Β δεν υπήρχε, έτσι έβαλα το CD και το μονόπετρο σ’ ένα σακίδιο που θα έπαιρνα μαζί στη Μύκονο και βλέποντας και κάνοντας σκέφτηκα.
Ήταν η πρώτη φορά λοιπόν και για μένα στη Μύκονο και, εντάξει, μου άρεσε. Πολλοί θέλουν να δείξουν ότι πάνε κόντρα στο ρεύμα και λένε ότι η Μύκονος δεν τους αρέσει, αλλά για μένα είναι πολύ όμορφη. Πολύ γραφική.
Και πολύ ακριβή επίσης (σημειώστε και αυτό γι’ αργότερα).
Περπατήσαμε λοιπόν στα σοκάκια και βγήκαμε μέχρι τη Μικρή Βενετία. Νοικιάσαμε και ένα μηχανάκι και πήγαμε για μπάνιο στον Ορνό που ήταν η πιο κοντινή παραλία (εκεί πληρώσαμε τα μαλλιοκέφαλά μας στις ξαπλώστρες).
Το βράδυ φάγαμε μέσα στην πόλη και είπαμε να περπατήσουμε λίγο. Χαθήκαμε μέσα στα στενά και τελικά βγήκαμε και γω δεν ξέρω που. Πάντως ήταν μια καφετέρια εκεί και είπαμε να καθίσουμε για μια σοκολάτα (ήταν αργά, λίγο πριν τα μεσάνυχτα). Καθίσαμε έξω και ήταν εκεί ακόμα 3-4 άλλες παρέες.
Το μέρος ήταν πολύ ωραίο και, ωπ, στο λεπτό τροποποίησα το σχέδιο για το μονόπετρο και σκέφτηκα ότι και εκεί ήταν πολύ όμορφο σκηνικό γι’ αυτό που θα έκανα.
Πήρα με τρόπο το CD απ’ το σακίδιο και το έβαλα στην τσέπη του παντελονιού (εκεί ήταν που η Μόντσε νόμισε ότι μετρούσα τα λεφτά μου γιατί, λέει, γκρίνιαζα όλη μέρα για το πόσο ακριβά ήταν στον Ορνό).
Προφασίστηκα ότι θα πήγαινα στην τουαλέτα και μπήκα μέσα. Εκεί ρώτησα μια κοπέλα αν μπορούσαν να παίξουν το τραγούδι που ήταν στο CD και της εξήγησα γιατί. Αυτή μου είπε ότι θα το έπαιζαν αν ταίριαζε με το στυλ του μαγαζιού ώστε να μην προσβάλουν και τους άλλους πελάτες (φοβηθήκαν μην ήταν τίποτα σκυλάδικα προφανώς).
Μετά από λίγη ώρα ένας σερβιτόρος ήρθε στο τραπέζι μας και, αφού ρώτησε αν η κοπέλα καταλαβαίνει ελληνικά (για ευνόητους λόγους) μου είπε ότι το τραγούδι μου θα παιχτεί μετά από λίγη ώρα. Ε, από εκείνη τη στιγμή ταράχτηκα και μ’ έπιασε πανικός, τόσο που η Μόντσε με ρώτησε αν είμαι καλά.
Μετά από λίγη ώρα σβήνουν τα φώτα και… Es la historia de un amor, como no hay otro igual… (Είναι η ιστορία μιας αγάπης που όμοιά της δεν υπάρχει άλλη…) κ.λπ. κ.λπ.
«Τ’ ακούς, τ’ ακούς το τραγούδι;» με ρωτάει η Μόντσε. «Ναι… εγώ το ζήτησα» της λέω. «Εσύ; Γιατί;». «Γιατί, ε… να, γιατί… (στο μεταξύ είχα βγάλει το δαχτυλίδι απ’ τη τσέπη μου). Γιατί το σκέφτηκα πολύ το πράγμα και είδα ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι, εγώ εδώ και εσύ στο Μεξικό…».
Φυσικά είπα και ένα σωρό άλλα που δεν μπορούν να γραφτούν εδώ και κάνω να της βάλω το δαχτυλίδι. Απ’ την ταραχή μου πέφτει. Το μαζεύω, ξαναπέφτει. «Συγνώμη, δεν μπορώ… Δεν το βάζεις μόνη σου καλύτερα;» της λέω.
Αλήθεια, δεν θυμάμαι ποιος έβαλε το δαχτυλίδι αλλά θυμάμαι πολύ καλά τι μου είπε η Μόντσε. Μου είπε ότι και αυτή το είχε σκεφτεί πολύ για μας και ότι θα έκανε το βήμα να έρθει να ζήσουμε μαζί στην Ελλάδα για ένα διάστημα. Δεν μπορούσε να υποσχεθεί πως θα εξελισσόταν το πράγμα (λογικό, αφού στην ουσία δεν ξέραμε ο ένας τον άλλο), αλλά και αυτή ήθελε να δοκιμάσουμε την τύχη μας.
Και λέγοντάς το αυτό, ήρθε στο μέρος μου και με φίλησε. Και τότε οι υπόλοιποι πελάτες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα (προφανώς ήξεραν τι παιζόταν αλλά δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν τι λέγαμε. Όταν λοιπόν την είδαν να με φιλάει κατάλαβαν ότι η ιστορία μάλλον είχε χάπι-εντ και γι’ αυτό χειροκρότησαν).
Και τότε, εντελώς θολωμένος, γύρισα προς τους πελάτες που χειροκρότησαν, έκανα κάμποσες υποκλίσεις και τους ευχαρίστησα στα… ισπανικά. «Gracias, gracias». Μιλάμε ήμουν εντελώς θολωμένος.
Ανάμεσα στους θαμώνες ήταν και η ιδιοκτήτρια της καφετέριας που μας κάλεσε στο τραπέζι της να μας συγχαρεί και μας κέρασε, θυμάμαι, και ένα μπουκάλι κρασί.
Η φουκαριάρα η Μόντσε δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχα συνεννοηθεί με τους ανθρώπους στην καφετέρια. Νόμιζε ότι το είχα ετοιμάσει καιρό πριν, ενώ εγώ αν μου έλεγες να ξαναβρώ την καφετέρια δεν θα μπορούσα, αφού είχαμε χαθεί και βγήκαμε ως εκεί τυχαία. Δεν ήξερε ότι στην Ελλάδα ψοφάμε (ψοφούσαμε τελοσπάντων) για χαβαλέ και όπου και αν ήμασταν θα μου έπαιζαν το τραγούδι…
Εδώ νομίζω τελειώνει η ιστορία μας. Στα ισπανικά το «Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα» είναι «Y colorín colorado este cuento aún no se ha acabado» («Και colorín colorado το παραμύθι αυτό δεν τελείωσε ακόμα»).
Στις αρχές του 2009 η Μόντσε ήρθε να μείνει στην Ελλάδα, τον Απρίλη του 2009 παντρευτήκαμε, στις 7/7/2010 αποκτήσαμε την κόρη μας, y colorín colorado este cuento aún no se ha acabado

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

CON LA FRENTE MARCHITA - JOAQUIN SABINA

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 10ο & προτελευταίο)



Στις 25 Μαρτίου (2008) έφυγα απ’ το Μεξικό σκεπτόμενος συνέχεια πως άλλαξαν τα πράγματα μέσα στα 2,5 τελευταία χρόνια.
Είχα γνωρίσει τυχαία μια κοπέλα σ’ ένα ταξίδι στο Μεξικό και τώρα είχε παγιωθεί μια σχέση, αποκαλούσαμε ήδη ο ένας τον άλλο «amor», είχα μιλήσει στους δικούς της…
Τελικά όμως όσο και αν τη γνώρισα τυχαία ήταν κάτι που το ήθελα πολύ και κυνήγησα το όνειρό μου. Μάλλον ήταν αυτό που λένε δεν έτυχε, πέτυχε.
Πίσω στο ταξίδι του γυρισμού, οι δύο τελευταίες ώρες της πτήσης απ’ το Μεξικό (πάνω απ’ την Ισπανία) ήταν απ’ τις χειρότερες που έχω κάνει. Ψυλλιάστηκα τι θα γινόταν όταν μας ανακοίνωσαν στο αεροπλάνο ότι δεν θα μας σερβίριζαν πρωινό (ήταν ξημερώματα) λόγω αναταράξεων. «Όχι ρε γαμώτο. Θα είναι αδικία να πάω τώρα» σκεφτόμουν.
Είναι φοβερό αλλά αντί να συνηθίσω τ’ αεροπλάνο, φοβάμαι κάθε φορά και περισσότερο. Ταράζομαι και κάθομαι εντελώς ακίνητος στη θέση.
Και αυτή τη φορά όμως όλα πήγαν καλά. Τους επόμενους μήνες τους πέρασα σκεπτόμενος σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι.
Τώρα δεν ήμουν όπως ένα χρόνο πριν, τα πράγματα είχαν σοβαρέψει και δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό έτσι, εγώ στην Ελλάδα και αυτή στο Μεξικό.
Να πω την αλήθεια περίμενα ότι τον ερχόμενο Σεπτέμβριο που θα πήγαινε στην Ισπανία θα ερχόταν και στην Ελλάδα, αλλά το ερώτημα πλέον ήταν πως θα το χειριζόμουν. Ήξερα ότι είχε μια ζωή στρωμένη στο Μεξικό και αυτό με έκανε να αισθάνομαι τεράστια ευθύνη να της ζητήσω αυτό που είχα στο μυαλό μου. Θα προτιμούσα «να μην είχε στον ήλιο μοίρα» στην πατρίδα της, αυτό θα έκανε τα πράγματα πιο εύκολα.
Όμως το φιλοσόφησα και κατέληξα ότι, αν ήθελα να ζήσουμε μαζί το ήθελα πρώτα απ’ όλα γιατί ήθελα να είμαστε ευτυχισμένοι μαζί, και εγώ και αυτή, και γιατί πίστευα ότι μπορούσαμε να ήμασταν. Άρα πραγματικά οι προθέσεις μου ήταν καλές και αυτό με απάλλασσε κατά κάποιον τρόπο τουλάχιστον από ένα μικρό βάρος της ευθύνης αφού ότι και αν γινόταν τελικά (εννοώ αν δεν μας έβγαινε το ρίσκο) θα τα είχα καλά με τον εαυτό μου. Και για μένα είναι πολύ σημαντικό να τα έχω καλά με τον εαυτό μου.
Και επειδή μπορεί κάποιος να σκεφτεί «… και γιατί δεν πήγες εσύ στο Μεξικό για να ζήσετε μαζί;», έχω και γι’ αυτό την απάντηση, απλά φοβάμαι ότι θα είναι δύσκολο και κουραστικό να την γράψω τώρα.
Έτσι λοιπόν όταν άκουσα την ημέρα των γενεθλίων μου (24 Ιούλη είναι) ότι το δώρο της ήταν ότι είχε κλείσει εισιτήρια για Ελλάδα για τον επόμενο Σεπτέμβρη, είχα ήδη πάρει την απόφασή μου…
Έκλεισα θέσεις για δύο άτομα σε μια (φτωχική το ομολογώ) κρουαζιέρα και αγόρασα το μονόπετρο που είχα στο μυαλό μου. Περισσότερο με απασχόλησε να βρω έναν όσο το δυνατόν πιο πρωτότυπο τρόπο να της το δώσω (ε, δεν γινόταν τέτοια ιστορία να κλείσει πεζά).
Αποφάσισα λοιπόν να γράψω σε ένα CD ένα από τα αγαπημένα τραγούδια μας και να το δώσω σ’ αυτόν που θα έπαιζε μουσική στο πλοίο για να το παίξει την τάδε ώρα. Εκείνη την ώρα θα έλεγα στη Μόντσε να ανέβει στο κατάστρωμα, τάχα ότι ήθελα να της δείξω κάτι και εκεί θα της έδινα το μονόπετρο.
Ταλαντευόμουν ανάμεσα σε δύο τραγούδια, το «Con la frente marchita» του Joaquin Sabina και το «La historia de un amor» του Luis Miguel, το οποίο και διάλεξα τελικά.
Ήξερα το «La historia de un amor» από πριν και μου άρεσε, αν και δεν ήξερα τους στίχους, οι οποίοι όπως έμαθα αργότερα, είναι πολύ λυπητεροί και καθόλου κατάλληλοι για την περίσταση που το ήθελα. Νόμιζα λοιπόν ότι ο τραγουδιστής, ο Luis Miguel, είναι Ισπανός ενώ κατά φοβερή σύμπτωση είναι Μεξικάνος. Και αυτό το έμαθα αργότερα.
Η κρουαζιέρα θα πήγαινε Αίγινα, Μύκονο, Πάρο και Σίφνο. Μόνο στην Αίγινα είχα πάει από πριν και εκεί γιατί με πήγε η Μόντσε. Η κρουαζιέρα πάντως ήταν πολύ απλή, το πλοίο δεν είχε καθόλου (μα καθόλου) ανέσεις και εύκολα καταλάβαινες ότι αυτός που έκλεισε την κρουαζιέρα δεν ήταν και πολύ πλούσιος. Τελοσπάντων, η κίνηση μετράει απ’ ότι λένε.
Πρώτα βγήκαμε στην Αίγινα το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου του 2008. Αμέσως κατάλαβα ότι θ’ αντιμετώπιζα ένα πρακτικό πρόβλημα: ο καιρός ήταν πολύ κακός, έβρεχε συνέχεια, το κατάστρωμα ήταν εντελώς ακάλυπτο και φυσικά ούτε λόγος να γίνει η κίνηση στο κατάστρωμα, όπως το είχα σχεδιάσει.
(Η συνέχεια και το τέλος την ερχόμενη Δευτέρα)

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 9ο)



Γυρίσαμε πάλι με το λεωφορείο στο Μέξικο Σίτυ. Τα λεωφορεία τους είναι πολύ πιο άνετα από τα δικά μας, στους σταθμούς έχουν εξόδους όπως στα αεροδρόμια, όπου περνάς κανονικό έλεγχο και με το που ανεβαίνεις στο λεωφορείο μια υπάλληλος με στολή σου δίνει ένα αναψυκτικό ή καφέ να ετοιμάσεις αν θέλεις (νερό έχει στο λεωφορείο).
Εμένα όμως είχε αρχίσει να με τρώει κάτι άλλο. Της είχα πάρει δώρο απ’ την Ελλάδα μια χρυσή παναγίτσα. Μου φάνηκε πολύ τολμηρό να της πάρω ένα δαχτυλίδι (εννοώ ένα μονόπετρο, όχι σαν αυτό που της είχα δώσει στο αεροδρόμιο της Αθήνας). Δεν ήξερα ότι το μονόπετρο μπορεί να δοθεί και σε μια περίπτωση σαν τη δικιά μας. Εγώ νόμιζα ότι μονόπετρο δίνουν μόνο όταν αρραβωνιάζονται επίσημα. Ναι, αλήθεια, έτσι νόμιζα.
Δεν θυμάμαι πως το έφερε η κουβέντα, αλλά κατάλαβα πως περίμενε ένα δαχτυλίδι, κάτι σαν υπόσχεση «να με περιμένεις» κ.λπ. Μου ήρθε να χτυπήσω το κεφάλι στον τοίχο που δεν της είχα αγοράσει ένα δαχτυλίδι, αφού άλλωστε έτσι αισθανόμουν, αλλά με είχαν φάει οι ντροπές.
Για να μπείτε στην ψυχολογία μου, αισθανόμουν ότι θα είχα κάνει τη μισή δουλειά αν έφευγα έτσι, άπαξ και έμαθα για το δαχτυλίδι. Μια μέρα εκεί που περνούσαμε από ένα κοσμηματοπωλείο την έσπρωξα μέσα να της αγοράσω ένα μονόπετρο. «Μα είσαι καλά; Δεν γίνεται έτσι. Πρέπει ο άντρας να το πάρει μόνος του και μπλα μπλα μια φίλη μου έτσι μπλα μπλα μια φίλη μου αλλιώς». Στο μεταξύ οι πωλήτριες μας πήραν χαμπάρι και μας έδειχναν τα πιο ακριβά. Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας (κυριολεκτικά, θυμάμαι το πουκάμισό μου ιδρωμένο) αφού δεν είχα τόσα λεφτά πάνω μου. «Έχει γούστο να θελήσει ν’ αγοράσουμε» σκέφτηκα αλλά ευτυχώς επέμεινε και τελικά δεν αγοράσαμε.
Αλλά έβλεπα ότι κάπως αλλιώς έπρεπε τουλάχιστον να εδραιώσω τη σχέση μας, να αισθανθώ φεύγοντας ότι κάτι έκανα και δεν χαραμίστηκε έτσι μόνο για τουρισμό τέτοιο ταξίδι. Είναι ο χαρακτήρας μου τέτοιος, δεν μπορούσα να δω εκείνο το ταξίδι μόνο ως ταξίδι αναψυχής.
Αφού γυρίσαμε στο Μέξικο Σίτυ θα βγαίναμε ένα πρωί με τους γονείς της για πρωινό (το συνηθίζουν πολύ στο Μεξικό, περισσότερο και απ’ τη βραδινή έξοδο). Θα πηγαίναμε σε ένα, να το πω fast food; Έμοιαζε τουλάχιστον με τα Goodys στα Τρίκαλα που ξέρω αλλά εκεί σου έπαιρναν την παραγγελία απ’ το τραπέζι. Επί το πλείστον είχε διάφορους τύπους πρωινού, χυμούς, καφέδες κ.λπ. Το έλεγαν Vips και ήταν αλυσίδα στο Μεξικό. Υπήρχε λοιπόν ένα πολύ κοντά στο διαμέρισμα της Μόντσε και εκεί θα πηγαίναμε (από τότε πήγαμε εκεί πολλές φορές και το θεωρώ πολύ οικείο).
«Θα μιλήσω στους γονείς σου για μας» της είπα εκείνο το πρωί. «Τι; Τρελάθηκες;» με ενθάρρυνε η Μόντσε. Πρέπει να σας πω ότι και στα ισπανικά υπάρχει η έκφραση «Ζητάω το χέρι κάποιας» («Pedir la mano») άρα υπήρχε φαντάστηκα και εκεί αυτή η συνήθεια. Η αλήθεια είναι όμως ότι πλέον θεωρείται πολύ παλιομοδίτικο να μιλάς εκ των προτέρων στους γονείς της κοπέλας. Πάντως εγώ το έβλεπα/βλέπω απολύτως απαραίτητο και δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω πίσω.
Αφού βολευτήκαμε στο Vips, η Μόντσε άρχισε να μιλάει ακατάπαυτα για να μην μου δώσει την ευκαιρία να pedir la mano. Τα ισπανικά μου δεν με βοηθούσαν καθόλου αν και είχα ετοιμάσει από πριν τον λόγο μου για την περίσταση. Αν όμως η συζήτηση ξεστράτιζε λίγο θα είχα πρόβλημα στα ισπανικά. Γι’ αυτό είπα στη Μόντσε ότι θα έπρεπε να μεταφράζει απ’ τα αγγλικά στην περίπτωση αυτή. Πολύ ιδιότυπη (τουλάχιστον) κατάσταση…
Σε μια παύση λοιπόν είπα μέσα μου: «Εδώ ήμαστε. Πάμε και ο Θεός βοηθός». Θυμάμαι πως άρχισα με πολύ πρωτότυπο τρόπο «Γκουχ, Señor Julio, Señora Elisa…».
Η Μόντσε να έχει κατακοκκινίσει… Εγώ απ’ την άλλη έχω ένα χαρακτηριστικό: όσο συνεσταλμένος είμαι όταν σκέφτομαι πως θα κάνω κάτι, τόσο τολμηρός γίνομαι έτσι και το αρχίσω στην πράξη. Μιλούσα, μιλούσα λοιπόν και σε κάποια φάση είδα τη μάνα της να πιάνει το χέρι του πατέρα της και να δακρύζει.
Μετά μίλησε ο πατέρας της και είπε ότι το τι θα κάνουμε είναι δική μας απόφαση και αν εμείς νομίζουμε ότι θα είμαστε ευτυχισμένοι μαζί, αυτοί θα στηρίξουν την απόφασή μας.
Έχοντας ως Έλληνας άλλες παραστάσεις για τις σχέσεις γονιών και παιδιών, ρωτούσα όλη την υπόλοιπη μέρα τη Μόντσε τι της είπαν ιδιαιτέρως οι γονείς της. «Απολύτως τίποτα. Αυτά που είπαν μπροστά σου, αυτά ισχύουν» μου απαντούσε συνέχεια και καιρό αργότερα, όταν γνώρισα καλύτερα τους γονείς της, κατάλαβα ότι έτσι ακριβώς ήταν.
Αυτή ήταν η κορυφαία στιγμή εκείνου του ταξιδιού, που ήταν το καλύτερο που έκανα ποτέ. Είδα πολλά πράγματα στο ταξίδι εκείνο, κάναμε τον γύρο του κέντρου της πόλης με τουριστικό λεωφορείο, πήγαμε σε πολλά μέρη του Μέξικο Σίτυ, επισκεφτήκαμε τον αρχαιολογικό χώρο του Τεοτιουακάν (εκεί βρίσκεται η μεγαλύτερη πυραμίδα προκολομβιανού πολιτισμού στην Αμερική) και το ανθρωπολογικό μουσείο του Μέξικο Σίτυ (εκπλήρωσα ένα όνειρο που είχα απ’ τα φοιτητικά μου χρόνια), αλλά αυτό που θα θυμάμαι είναι εκείνο το πρωινό που είχαμε στο Vips. Το λέω με κάθε ειλικρίνεια.
(Η προτελευταία συνέχεια μεθαύριο)

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 8ο)



Την άλλη μέρα (16/3/2008) θα φεύγαμε για την Οαχάκα. Ήταν η Κυριακή των Βαΐων για τους Καθολικούς (στα ισπανικά είναι Domingo de Ramas, Κυριακή των Φοινικοκλάδων ας πούμε, από τα κλαδιά των φοινικόδεντρων που είναι ότι και τα δικά μας βάγια αυτή τη μέρα). Ο πατέρας της Μόντσε θα μας πήγαινε στο σταθμό των λεωφορείων το πρωί. Στο Μέξικο Σίτυ υπάρχουν τέσσερις σταθμοί «υπεραστικών» λεωφορείων, ανάλογα με τον προορισμό, άρα υποθέτω φύγαμε απ’ τον νότιο αφού στα νότια είναι η Οαχάκα.
Η Οαχάκα είναι μεγαλούτσικη πόλη – κάπου 300.000 κατοίκους έχει – και πολύ όμορφη, με πολλά αποικιακά κτίρια σε παραδοσιακές γειτονιές. Η πόλη της Οαχάκα είναι πρωτεύουσα της πολιτείας της Οαχάκα που ήταν η κοιτίδα του λαού των Ζαποτέκων και των Μιξτέκων πριν από την άφιξη των Ισπανών (εμείς εδώ ξέρουμε μόνο τους Μάγιας και τους Αζτέκους, αλλά στο Μεξικό υπήρχαν πριν τους Ισπανούς δεκάδες άλλοι λαοί: Ζαποτέκοι, Μιχτέκοι, Ολμέκοι, Τολτέκοι κ.λπ.).
Το ξενοδοχείο που θα μέναμε ήταν κοντά σε μια μεγάλη πλατεία που κατάλαβα ότι ήταν σημαντική για την Οαχάκα, ίσως ήταν η κεντρική πλατεία της. Δεν θυμάμαι πως λεγόταν η πλατεία, αλλά μπορούσες να την πεις και «zócalo». Έτσι ονομάζεται φαντάζομαι το κέντρο στο Μεξικό, γιατί zócalo έχει και το Μέξικο Σίτυ.
Στη φωτογραφία φαίνεται ακριβώς η γωνιακή καφετέρια σε εκείνη την πλατεία όπου καθίσαμε πολλές φορές. Το πιο ενοχλητικό εκεί ήταν οι πλανόδιοι πωλητές. Δεν φαντάζεστε πόσοι.
Απέναντι απ’ το ξενοδοχείο μας υπήρχε ένα μαγαζί με ηλεκτρικά είδη και η πινακίδα έγραφε «Macedonia»! Να το έχει κανένας Σκοπιανός αποκλείεται σκέφτηκα, γιατί είχε και μια ελληνική σημαία ζωγραφισμένη. Μπήκα όλο περιέργεια αλλά κανένας εκεί μέσα δεν μου φάνηκε για Έλληνας. «Το αφεντικό είναι στο άλλο μαγαζί» μου είπε ένας υπάλληλος. Πήγα στο άλλο μαγαζί, ένα μεγάλο με ρούχα (τελικά είχε δύο με ηλεκτρικά και ένα με ρούχα) και αν και έλειπε μου είπε στο τηλέφωνο να μην το κουνήσω από κει μέχρι να έρθει.
Τελικά ήρθε και με βρήκε. Δεν θυμάμαι το όνομά του αλλά ακούστε την ιστορία του: Ήταν απ’ τη Γαλατινή Κοζάνης, γύρω στα 55-60 και Βλάχος στην καταγωγή. Σπούδασε μηχανολόγος στη Ρουμανία και έκανε μεταπτυχιακά στις ΗΠΑ. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα του που είναι απ’ την Οαχάκα! Είχαν δύο παιδιά που σπούδαζαν στο Μέξικο Σίτυ.
Φαινόταν καλοπιασμένος και μου είπε θυμάμαι ότι η Ευρώπη είχε φτάσει στα όρια της, δεν μπορούσες να κάνεις μπίζνες εκεί πια. Την αγορά την είχαν πιάσει ήδη άλλες εταιρείες και χρειαζόσουν μεγάλο κεφάλαιο να τις ξεκουνήσεις και πάλι δεν ήσουν σίγουρος. Ενώ εκεί, στο Μεξικό, με ένα μικρό κεφάλαιο τη βόλευες μια χαρά. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε σήμερα ο άνθρωπος, μ’ αυτή την κρίση που ζούμε.
Ήταν λοιπόν Μεγάλη Βδομάδα των Καθολικών και στην Οαχάκα το ένιωθες. Συνηθίζαμε να πάμε σε μια εκκλησία κοντά στο ξενοδοχείο που στην αυλή της είχαν στηθεί πάγκοι και πουλούσαν διάφορα μικροπράγματα.
Είχαν και κάτι βαρελάκια με τεκίλα σε πολλές γεύσεις, δοκίμαζες και από όποια σου άρεσε αγόραζες ένα μπουκάλι. Εμένα με τράβηξαν κάτι περίεργες γεύσεις, τεκίλα με χυμό παπάγιας, καρύδας κ.λπ. αλλά στη Μόντσε άρεσε μια άλλη τεκίλα, πιο «κλασική». «Αυτή να πάρεις» μου είπε. Την τεκίλα αυτή την άνοιξα σε ανύποπτο χρόνο, τρία χρόνια πριν, ενώ θα έπρεπε να την κρατήσω για μια πιο ειδική περίσταση.
Εκεί στην αυλή της εκκλησίας διάφοροι, κυρίως γυναίκες, έφτιαχναν μικροπράγματα από φύλλα φοίνικα που ήταν πολύ όμορφα. Εγώ αγόρασα ένα Εσταυρωμένο που μου άρεσε πολύ.
Δύο πράγματα μου έκαναν εντύπωση στην Οαχάκα. Οι κλειστές αγορές, σαν τις δικές μας λαϊκές, αλλά όπου μπορούσες να φας σε κάτι σαν καντίνες  (καντίνα λένε στο Μεξικό τα δικά μας μπαράκια) και η ντόπια σπεσιαλιτέ: κάτι μικρές κόκκινες ακρίδες, τσαπουλίνες τις έλεγαν.
Αυτές τις ακριδούλες τις βρίσκεις μόνο στην Οαχάκα – και η Μόντσε έτρωγε πρώτη φορά. Έβλεπες να τις πουλάνε στην αγορά γριές όπως στη δική μας λαϊκή πουλάνε αυγά και ζαρζαβατικά. Όταν ήταν φρέσκιες ήταν πολύ νόστιμες και ιδίως οι πικάντικες ήταν πολύ καλός μεζές για την τεκίλα.
Θα μπορούσα αλήθεια να γράψω βιβλίο ολόκληρο γι’ αυτά που είδα στην Οαχάκα. Για τις παραδοσιακές γειτονιές, για το κόκκινο και κίτρινο χρώμα των σπιτιών, για το τι είδαμε στις εκδρομές που κάναμε με βανάκια…
Επειδή όμως ήδη το παρατράβηξα, θα αναφέρω μόνο το Μόντε Αλμπάν, ένα μέρος που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν το ήξερα από πριν, αλλά το Μόντε Αλμπάν είναι μια μεγάλη, καλοδιατηρημένη πόλη των αρχαίων Ζαποτέκων, σ’ ένα λόφο καμιά δεκαριά χιλιόμετρα απ’ την Οαχάκα.
Πολύ ευτυχισμένες μέρες.
(Η συνέχεια την ερχόμενη Τετάρτη)

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 7ο)



Το βράδυ θα πηγαίναμε για φαγητό στο πατρικό της και το άγχος μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Είχα μιλήσει κάμποσες φορές με τους γονείς της στο τηλέφωνο όταν την έπαιρνα και το σήκωναν αυτοί αλλά το να τους δω από κοντά ήταν πολύ διαφορετικό. Και πως θα δικαιολογούσα την επίσκεψή μου εκεί; Είπα να πεταχτώ μια βόλτα; Πως θα τη δικαιολογούσα επισήμως δηλαδή, γιατί ανεπισήμως, ε, χαζοί δεν ήταν οι άνθρωποι, κάτι θα καταλάβαιναν.
Οι γονείς της έμεναν σε μια πολύ καλή συνοικία της πόλης, Κολόνια Κοντέσα ονομάζονταν. Υπήρχαν μονοκατοικίες εκεί αλλά και πολλές καφετέριες, μπαρ και εστιατόρια (πολλά αργεντινέζικα και πολλές πιτσαρίες). Η Μόντσε μου είπε πως ήταν μια «μποέμ» συνοικία, έτσι λένε στα ισπανικά το μέρος όπου μένουν «ψαγμένα» άτομα, ποιητές, μουσικοί, λογοτέχνες κ.λπ., διανοούμενοι γενικά. Τα σπίτια ήταν εκεί διώροφα ή τριώροφα, διαφορετικά πάντως απ’ τα δικά μας. Περισσότερο έμοιαζαν με τα νεοκλασικά της Πλάκας παρά με τις δικές μας σύγχρονες διώροφες ή τριώροφες οικοδομές, όπως φαίνεται στη φωτογραφία.
Ο κύριος δρόμος της Κολόνια Κοντέσα, που ονομάζονταν Αλφόνσο Ρέγες, είχε ένα διαχωριστικό στη μέση. Το διαχωριστικό αυτό ήταν μεγαλούτσικο και πλακοστρωμένο και μπορούσες να περπατήσεις εκεί κάτω από κάτι μεγάλα δέντρα (περπατούσα μόνος μου εκεί πολλές φορές τις επόμενες μέρες). Δεξιά και αριστερά της Αλφόνσο Ρέγες είχε, όπως έγραψα παραπάνω πολλά μαγαζιά. Μάλιστα είχε και ένα ελληνικό εστιατόριο, «Agapi mou» λεγόταν, αλλά ο ιδιοκτήτης του κάθε άλλο παρά Έλληνας ήταν. Μάλλον θα ήταν Μεξικάνος που είχε επισκεφτεί την Ελλάδα συμπέρανα, γιατί ντράπηκα να τον ρωτήσω.
Ο δρόμος που έμεναν οι γονείς της Μόντσε ήταν ένας παράδρομος της Αλφόνσο Ρέγες. Ήταν ένα τριώροφο σπίτι αλλά μην φανταστείτε κάτι τεράστιο. Με το έμπαινες είχε ένα αίθριο, αρκετά μεγάλο για να παρκάρει ένα αυτοκίνητο. Εκεί υπήρχε ένα τραπεζάκι με καρέκλες όπου η οικογένεια έπινε καμιά τεκίλα ή μπύρα πριν το φαγητό. Όπως έμπαινες στο αίθριο δεξιά ήταν η είσοδος του σπιτιού και στον εξωτερικό του τοίχο ο μέλλων πεθερός μου είχε κρεμασμένες πολλές μάσκες προκολομβιανών πολιτισμών.
Εντάξει, η παρουσίασή μου και οι συστάσεις στους γονείς της Μόντσε δεν ήταν και τόσο τραγικά τελικά. Δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα άβολα. Περισσότερο άβολα ένιωσα στο δείπνο. Η μέλλουσα πεθερά μου (πάλι για χάρη ευκολίας ας την πούμε Ελίσα και τον πεθερό μου Χούλιο) είχε ετοιμάσει ένα παραδοσιακό μεξικάνικο φαγητό, ταμάλες. Είναι καλαμποκάλευρο ζυμωμένο και ψημένο μέσα σε φύλλα καλαμποκιού.
Το άγχος μου ήταν ότι δεν ήξερα αν τα καλαμποκόφυλλα τρώγονταν και αυτά ή όχι. Έτσι, σώφρων όντας, περίμενα τους αμφιτρύωνές μου (anfitrión είναι στα ισπανικά ο οικοδεσπότης, φοβερό ε;) να φάνε πρώτοι ώστε να δω πως γίνεται.
Τελικά τα φύλλα δεν τρώγονται στις ταμάλες και εγώ έφυγα πολύ ευχαριστημένος (και σοφότερος) εκείνο το βράδυ από τα πατρικό της Μόντσε αφού είδα ότι οι γονείς της μάλλον με είχαν συμπαθήσει.
Θα κοιμόμασταν στο καινούριο διαμερισματάκι της Μόντσε, όχι και τόσο μακριά από κει (το «όχι και τόσο μακριά» είναι πολύ σχετικό σε μια τεράστια πόλη). Και γι’ αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που θα κοιμόνταν εκεί αφού το είχε αγοράσει πρόσφατα και δεν είχε ακόμα μετακομίσει εκεί.
Η περιοχή που ήταν το καινούριο διαμέρισμα της Μόντσε ήταν πιο «μοντέρνα» ας την πούμε. Μπροστά από την πολυκατοικία περνάει ένας μεγάλος δρόμος, η λεωφόρος Εουχένια, που είναι τυπικός αυτοκινητόδρομος, όχι όπως η Αλφόνσο Ρέγες. Η περιοχή εκεί ονομάζεται Κολόνια Ναρβάρτε και είναι, όπως έγραψα ήδη, πιο «σύγχρονη» απ’ την Κολόνια Κοντέσα.
Το διαμέρισμα της Μόντσε έβλεπε σε έναν μικρότερο και πιο ήσυχο δρόμο. Από το μπαλκόνι έβλεπες απέναντι ένα σχολείο και κάτι μεγάλα δέντρα που νομίζω δεν υπάρχουν στην Ελλάδα.
Δυο πράγματα μου έκαναν εντύπωση: ότι η πολυκατοικία είχε κανονικό θυρωρό με στολή που άνοιγε τις πόρτες και το γκαράζ και ότι απ’ το διαμέρισμα δεν κατέβαζες κάτω τα σκουπίδια αλλά τα έριχνες σε έναν αγωγό στο διάδρομο του κάθε ορόφου και αυτά πήγαιναν κάτω, όπως είχα δει σε ταινίες να γίνεται και στις αμερικάνικες πολυκατοικίες.
Βολευτήκαμε στο διαμέρισμα και η Μόντσε μου είπε για μια οικογενειακή σύναξη στο πατρικό της την επόμενη και μου ανακοίνωσε την έκπληξη που μου είχε: την μεθεπόμενη θα φεύγαμε για Οαχάκα να περάσουμε εκεί κάμποσες μέρες.
Την άλλη μέρα λοιπόν ήταν η οικογενειακή συνάντηση. Θα ήταν εκεί τα αδέλφια της που ζουν στο Μεξικό και ο μεγάλος γιος της αδελφής της, που είχε πεθάνει πριν κάμποσα χρόνια. Εγώ ήξερα από πριν γι’ αυτή τη συνάντηση και πάλι ερμήνευσα το γεγονός ότι όλοι στην οικογένεια ήθελαν να γνωρίσουν τον μελλοντικό γαμπρό ενώ (και αυτή τη φορά έπεσα έξω) ήταν απλά μια οικογενειακή συνάντηση γιατί πλησίαζε και το Πάσχα των Καθολικών.
Τους βρήκα λοιπόν μαζεμένους στο αίθριο που περιέγραψα παραπάνω να πίνουν τεκίλα και μπυρίτσες και κάθισα (αρκετά σφιγμένος) μαζί τους. Έχω μια φωτογραφία όλων μας μαζί να μου θυμίζει εκείνη τη μέρα.
(Η συνέχεια την άλλη εβδομάδα)

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 6ο)



Το απόγευμα φύγαμε για τα Τρίκαλα όπου μένω. Εκεί η Μόντσε γνώρισε πρώτη φορά τους δικούς μου (είχε φέρει ένα αγαλματάκι της Παναγίας δώρο στη μάνα μου γιατί της είχα πει ότι πολύ θρησκευόμενη). Πήγαμε και μια εκδρομή στη Μακρινίτσα που της άρεσε πολύ (την έλεγε «Μαγειρίτσα»).
Εκείνες οι μέρες, μαζί με τις μέρες του επόμενου ταξιδιού που θα έκανα στο Μεξικό, ήταν με διαφορά οι πιο ευτυχισμένες της ζωής μου.
Κάθε φθινόπωρο που έχει το δροσερό αεράκι εκείνου του Σεπτέμβρη μου έρχεται στο νου πως τρώγαμε πρωινό στη βεράντα του διαμερίσματός μου στα Τρίκαλα (και σοβαρά τώρα, μου έρχεται επίσης στο νου η κρέμα Rio Mare που είχα αγοράσει για να φτιάχνω μεζεδάκια).
Επειδή όμως είναι γεγονός ότι τα καλά πράγματα τελειώνουν γρήγορα, οι μέρες πέρασαν σαν νερό και ήρθε η μέρα που έπρεπε να φύγει απ’ την Ελλάδα (θα έμενε πάλι στην Ισπανία μερικές μέρες, στη Βαρκελώνη αυτή τη φορά που είχε κάνει μεταπτυχιακά).
Να πω την αλήθεια δεν ήξερα αν είχαμε κάτι και τι ακριβώς ήταν αυτό, αλλά α) αν και δεν ήμουν σίγουρος ότι θα την ξανάβλεπα, δεν το απέκλεια κιόλας, όπως την πρώτη φορά και β) μου κόλλησε να της πάρω κάτι να με θυμάται. Ως προς αυτό το δεύτερο, πετάχτηκα το πρωί της μέρας που θα φεύγαμε, αγόρασα ένα δαχτυλίδι και το έριξα στην τσέπη του παντελονιού μου.
Μείναμε το βράδυ στην Αθήνα και την άλλη μέρα τα πρωί πήγαμε στο αεροδρόμιο. Εκεί που περιμέναμε στην ουρά για το check in φανερώνω το δαχτυλίδι! «Σ’ ευχαριστώ για τις όμορφες μέρες που μου χάρισες κ.λπ. κ.λπ.». Εκείνη ξαφνιάστηκε αλλά χάρηκε, και όπως μου είπε αργότερα, τις επόμενες μέρες κοιτούσε το δαχτυλίδι και σκεφτόταν αυτή την παράξενη ιστορία.
Οι επόμενες μέρες ήταν οδυνηρές για μένα (κλισέ, αλλά δεν μπόρεσα να βρω άλλη έκφραση) και ιδίως τα επόμενα Χριστούγεννα τη σκεφτόμουν πάρα πολύ πολύ. Ήμουν τρελαμένος εκείνον τον καιρό και λίγο μετά τις γιορτές έκανα την τρέλα που απ’ ότι λένε ο καθένας δικαιούται να κάνει μια φορά στη ζωή του: έκλεισα εισιτήρια απ’ το ίντερνετ για Μεξικό μέσω Μαδρίτης.
Για όσους με ξέρουν, αυτή ήταν η υπέρτατη απόδειξη του σημείου που είχα φτάσει. Το να πάω μόνος μου στο Μεξικό ήταν όχι απλά υπέρβαση αλλά κάτι το εξωφρενικά εξωφρενικό για μένα εκείνα τα χρόνια. Το έκανα χωρίς να το πολυσκεφτώ και όταν πάτησα το τελευταία κουμπί στο site της Iberia το έκανα γρήγορα γρήγορα μην τύχει και το μετανιώσω.
Το μεγάλο μου άγχος ήταν μην και χαθώ στο αεροδρόμιο της Μαδρίτης που θα άλλαζα αεροπλάνο, γι’ αυτό ενημερώθηκα λεπτομερέστατα απ’ το ίντερνετ:  Η πτήση Αθήνα – Μαδρίτη θα προσγειωνόταν στο terminal 4 και η πτήση Μαδρίτη – Μέξικο Σίτυ θα έφευγε από το terminal 4S. Οι δύο τερματικοί σταθμοί συνδέονται με ένα μικρό τρενάκι το οποίο έπρεπε να πάρω. Ξέρετε ποια είναι η μεγάλη απορία μου; Πως μια γιαγιά ή ένας μπάρμπας βρίσκουν άκρη σε ένα αεροδρόμιο, αν μάλιστα δεν είναι και ντόπιοι για να μιλούν τη γλώσσα;
Η πτήση ήταν για τις 14/3 (του 2008 πια) και πήγα στην Αθήνα απ’ την προηγούμενη. Εκείνο το βράδυ ψιλόβρεχε και θυμάμαι ότι άκουγα στο mp3 την κιθάρα να παίζει τη μουσική της ταινίας «Κάποτε στο Μεξικό», χαζεύοντας τις σταγόνες της βροχής στα τζάμια του λεωφορείου – φανταστείτε τι καψούρα είχα! Τελικά, επειδή συνδέω τραγούδια με καταστάσεις, η μουσική αυτή, όπως και το τραγούδι «Its a pity» της Tanya Stephens, που ήταν πολύ της μόδας εκείνον τον καιρό, έγιναν τα soundtracks εκείνου του ταξιδιού.
Απ’ το ταξίδι εκείνο δεν θυμάμαι και πολλά (απ’ τις πτήσεις εννοώ) γιατί ήταν απ’ τις περιπτώσεις όπου σημασία είχε ο προορισμός και όχι το ταξίδι. Θυμάμαι μόνο ότι αυτή τη φορά είχα προνοήσει και είχα πάρει μαζί ένα βιβλίο στο αεροπλάνο. Ήταν «Ο ζωγράφος των μαχών» του Αρτούρο Πέρεθ – Ρεβέρτε, που το διάβασα όλο στο πήγαινε και στο έλα του ταξιδιού.
Στο αεροδρόμιο του Μέξικο Σίτυ η ίδια ιστορία ξανά. Ευθεία μπροστά απ’ τις καφετέριες και μετά αριστερά στα σκαλάκια κάτω για τις διατυπώσεις. Εκεί στον τοίχο απέναντι, έχει μια τεράστια τοιχογραφία σε στυλ Ντιέγο Ριβέρα και συνειδητοποίησα ότι είμαι στο ίδιο μέρος, μετά 2,5 χρόνια, αλλά αυτή τη φορά το χτυποκάρδι μου δεν περιγράφονταν (άλλο κλισέ). Δεν ήταν άγχος εκείνο το πράγμα, ήταν κάτι άλλο αλλά δεν θέλω να γεμίσω το κείμενο με φράσεις – κλισέ.
Παρέλαβα τη βαλίτσα μου και εκεί που ήμουν γυρισμένος άκουσα το όνομά μου. Η Μόντσε με είχε δει πρώτη και όταν αιφνιδιάζομαι πάει στο βρόντο αυτό που είχα στο μυαλό μου να κάνω. Κάπως αλλιώς φανταζόμουν τη στιγμή που θα την ξαναέβλεπα. Αρκεστήκαμε λοιπόν σ’ ένα θερμό αγκάλιασμα και στα λόγια που λέγονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις (αν και η δική μας περίπτωση δεν είχε φαντάζομαι και τόση σχέση με άλλες περιπτώσεις). Λόγια μεταξύ αμηχανίας, ενθουσιασμού  και έντασης.
Φορούσε ένα γκρι ταγέρ με παντελόνι γιατί είχε έρθει κατευθείαν απ’ τη δουλειά της και σκέφτηκα την τεράστια διαφορά γιατί εγώ πήγαινα/πηγαίνω στη δουλειά ντυμένος όπως ο μέσος εργαζόμενος γραφείου στην Ελλάδα, φαντάζεστε πως.
(η συνέχεια μεθαύριο)

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 5ο)


Έτσι πέρασε ο καιρός και μπήκε το 2007. Η επικοινωνία μας είχε γίνει πιο τακτική αν και ακόμα και τότε ήμουνα πεπεισμένος ότι δεν θα την ξανάβλεπα. Θυμάμαι ότι το πιο τολμηρό που της είχα γράψει σε ένα email ήταν ότι «… αν ζούσαμε πιο κοντά θα μπορούσα να κάνω μερικές άλλες σκέψεις, αλλά τώρα…». Ακόμα  και έτσι όμως μου άρεσε πολλά βράδια να κλείνω το φως και να ξαπλώνω στον καναπέ με τα μάτια κλειστά και να τη σκέφτομαι ως πολύ αργά…
Ώσπου το καλοκαίρι του 2007 το είπε. Ο αδελφός της μένει στην Ισπανία και η Μόντσε τον επισκεπτόταν κάθε χρόνο. Κάθε φορά, εκτός απ’ την Ισπανία, επισκεπτόταν και μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα για να τη γνωρίσει και εκείνη τη χρονιά… «λέω να έρθω και στην Ελλάδα» μου είπε!
Μου φαινόταν απίστευτο. Η Μόντσε στην Ελλάδα;
Εκείνο το καλοκαίρι πέρασε «Θα έρθει – Δεν θα έρθει» γιατί μόλις είχε αγοράσει ένα μικρό διαμέρισμα και ήταν στριμωγμένη οικονομικά. Τελικά τον Αύγουστο οριστικοποιήθηκε! Θα πήγαινε πρώτα στην Ισπανία, στη Μάλαγα, όπου μένει ο αδελφός της με την οικογένειά του και στις 22 του Σεπτέμβρη θα ερχόταν για μερικές μέρες και στην Ελλάδα!
Το «μου φαινόταν απίστευτο» που έγραψα παραπάνω μου φαίνεται τώρα πολύ τετριμμένο για να εκφράσει το πώς ένιωθα εκείνες τις μέρες.
Καθώς ήμουν αποφασισμένος να μην αφήσω και αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη, επιστράτευσα όσο θάρρος (θράσος) είχα και αποφάσισα να κλείσω μόνο ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο που θα μέναμε στην Αθήνα. Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι οι άγραφοι κανόνες της πατροπαράδοτης ελληνικής φιλοξενίας μπλα μπλα επέβαλαν ότι θα έπρεπε εγώ ν’ αναλάβω τα έξοδά της απ’ τη στιγμή της άφιξής της στην Ελλάδα και δεν είχα χρήματα να κλείσω δύο δωμάτια. Και προς απόδειξη της ειλικρίνειάς μου «… ορίστε, το δωμάτιο έχει φυσικά δύο κρεβάτια».
Δεν ήξερα ακόμα τις «τεχνικές» λεπτομέρειες για το πώς θα εκδήλωνα τα αισθήματά μου γιατί συν τοις άλλοις δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στον εαυτό μου σε τέτοια ζητήματα. «Βλέποντας και κάνοντας» σκέφτηκα.
Έτσι έφτασε η 22η Σεπτεμβρίου του 2007 (Σάββατο ήταν) και στήθηκα έξω απ’ την πύλη αφίξεων του «Βενιζέλος» μια ώρα πριν την προγραμματισμένη άφιξη απ’ τη Μαδρίτη.
Όταν την είδα να βγαίνει ένιωσα εκείνο το συναίσθημα που νιώθω σε στιγμές έντονου στρες: αισθάνομαι «κομμένος» σαν από κούραση και θέλω να πάω τουαλέτα. Αγκαλιαστήκαμε, «… πως ήταν το ταξίδι, φοβήθηκα ότι δεν θα σε γνώριζα κ.λπ.» και πήραμε το μετρό για Αθήνα. Θυμάμαι ήμουν πολύ αγχωμένος στο μετρό και μιλούσα ακατάσχετα.
Έδειξε μια μάλλον αρνητική έκπληξη, για να μην πω θυμό, όταν της είπα ότι θα μέναμε στο ίδιο δωμάτιο και καιρό μετά όταν τη γνώρισα καλύτερα, κατάλαβα ο δυστυχής ότι είχε έρθει στην Ελλάδα πραγματικά για να τη γνωρίσει και όχι για μένα.
Τέλοσπάντων το δέχθηκε και πήγαμε στο ξενοδοχείο (ένα αξιοπρεπές στην Πειραιώς που μου είχε συστήσει ο Χατζησοφιάς).
Τακτοποιηθήκαμε και εκείνο το απόγευμα της 22ης/9/2007 της είπα για όλα (ή σχεδόν όλα, αφού στον προφορικό λόγο δεν είμαι καθόλου καλός) όσα ένιωθα γι’ αυτήν τα τελευταία δύο χρόνια από τότε δηλαδή που τη γνώρισα. Έδειξε έκπληξη αλλά δεν ήταν και αρνητική απέναντί μου.
Τελοσπάντων μην φανταστείτε ότι έγιναν και φοβερά πράγματα στο ξενοδοχείο εκείνη τη μέρα, πάντως εγώ ευτυχισμένος (και ξαλαφρωμένος) ήμουν.
Το βράδυ πήγαμε στην Πλάκα για φαγητό (δεν ξέρω και κανένα άλλο μέρος στην Αθήνα) και την άλλη μέρα επισκεφτήκαμε την Ακρόπολη. Αργότερα πήγαμε να δούμε ένα φιλικό μου ζευγάρι και τον γιο τους που είναι βαφτισιμιός μου και έμεναν στα Πατήσια. Εκεί η Μόντσε έδειξε ένα στοιχείο του χαρακτήρα της που αργότερα κατάλαβα ότι όντως τη χαρακτήριζε: μόλις έμαθε ότι υπήρχε ένα νησί, η Αίγινα, μόλις μια ώρα απ’ την Αθήνα μου ζήτησε να το επισκεφτούμε.
Για μένα το να επισκεφτούμε την Αίγινα προϋπέθετε πλάνο και σχέδιο από πριν, όχι άντε παίρνουμε το καράβι και πάμε, άσε που δεν είχα ξαναπάει και το να πάω σ’ ένα μέρος για πρώτη φορά είναι από μόνο του αγχωτικό για μένα.
Πήγαμε όμως. Και εκεί άρχισα να αισθάνομαι για πρώτη φορά άνετα απέναντί της (βοήθησε και το μπουκαλάκι ούζο που ήπια). Γυρίσαμε την ίδια μέρα στην Αθήνα και μείναμε σ’ ένα απαίσιο ξενοδοχείο στη Βεραντζέρου. Το χειρότερο που είχε μείνει ποτέ στη ζωή της όπως μου εξομολογήθηκε, αλλά εγώ δεν ήξερα και πολλά για τα ξενοδοχεία της Αθήνας, άσε που φοβόμουν μήπως χαθούμε μακριά απ’ την Ομόνοια.
(η συνέχεια μεθαύριο)