Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 7ο)



Το βράδυ θα πηγαίναμε για φαγητό στο πατρικό της και το άγχος μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Είχα μιλήσει κάμποσες φορές με τους γονείς της στο τηλέφωνο όταν την έπαιρνα και το σήκωναν αυτοί αλλά το να τους δω από κοντά ήταν πολύ διαφορετικό. Και πως θα δικαιολογούσα την επίσκεψή μου εκεί; Είπα να πεταχτώ μια βόλτα; Πως θα τη δικαιολογούσα επισήμως δηλαδή, γιατί ανεπισήμως, ε, χαζοί δεν ήταν οι άνθρωποι, κάτι θα καταλάβαιναν.
Οι γονείς της έμεναν σε μια πολύ καλή συνοικία της πόλης, Κολόνια Κοντέσα ονομάζονταν. Υπήρχαν μονοκατοικίες εκεί αλλά και πολλές καφετέριες, μπαρ και εστιατόρια (πολλά αργεντινέζικα και πολλές πιτσαρίες). Η Μόντσε μου είπε πως ήταν μια «μποέμ» συνοικία, έτσι λένε στα ισπανικά το μέρος όπου μένουν «ψαγμένα» άτομα, ποιητές, μουσικοί, λογοτέχνες κ.λπ., διανοούμενοι γενικά. Τα σπίτια ήταν εκεί διώροφα ή τριώροφα, διαφορετικά πάντως απ’ τα δικά μας. Περισσότερο έμοιαζαν με τα νεοκλασικά της Πλάκας παρά με τις δικές μας σύγχρονες διώροφες ή τριώροφες οικοδομές, όπως φαίνεται στη φωτογραφία.
Ο κύριος δρόμος της Κολόνια Κοντέσα, που ονομάζονταν Αλφόνσο Ρέγες, είχε ένα διαχωριστικό στη μέση. Το διαχωριστικό αυτό ήταν μεγαλούτσικο και πλακοστρωμένο και μπορούσες να περπατήσεις εκεί κάτω από κάτι μεγάλα δέντρα (περπατούσα μόνος μου εκεί πολλές φορές τις επόμενες μέρες). Δεξιά και αριστερά της Αλφόνσο Ρέγες είχε, όπως έγραψα παραπάνω πολλά μαγαζιά. Μάλιστα είχε και ένα ελληνικό εστιατόριο, «Agapi mou» λεγόταν, αλλά ο ιδιοκτήτης του κάθε άλλο παρά Έλληνας ήταν. Μάλλον θα ήταν Μεξικάνος που είχε επισκεφτεί την Ελλάδα συμπέρανα, γιατί ντράπηκα να τον ρωτήσω.
Ο δρόμος που έμεναν οι γονείς της Μόντσε ήταν ένας παράδρομος της Αλφόνσο Ρέγες. Ήταν ένα τριώροφο σπίτι αλλά μην φανταστείτε κάτι τεράστιο. Με το έμπαινες είχε ένα αίθριο, αρκετά μεγάλο για να παρκάρει ένα αυτοκίνητο. Εκεί υπήρχε ένα τραπεζάκι με καρέκλες όπου η οικογένεια έπινε καμιά τεκίλα ή μπύρα πριν το φαγητό. Όπως έμπαινες στο αίθριο δεξιά ήταν η είσοδος του σπιτιού και στον εξωτερικό του τοίχο ο μέλλων πεθερός μου είχε κρεμασμένες πολλές μάσκες προκολομβιανών πολιτισμών.
Εντάξει, η παρουσίασή μου και οι συστάσεις στους γονείς της Μόντσε δεν ήταν και τόσο τραγικά τελικά. Δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα άβολα. Περισσότερο άβολα ένιωσα στο δείπνο. Η μέλλουσα πεθερά μου (πάλι για χάρη ευκολίας ας την πούμε Ελίσα και τον πεθερό μου Χούλιο) είχε ετοιμάσει ένα παραδοσιακό μεξικάνικο φαγητό, ταμάλες. Είναι καλαμποκάλευρο ζυμωμένο και ψημένο μέσα σε φύλλα καλαμποκιού.
Το άγχος μου ήταν ότι δεν ήξερα αν τα καλαμποκόφυλλα τρώγονταν και αυτά ή όχι. Έτσι, σώφρων όντας, περίμενα τους αμφιτρύωνές μου (anfitrión είναι στα ισπανικά ο οικοδεσπότης, φοβερό ε;) να φάνε πρώτοι ώστε να δω πως γίνεται.
Τελικά τα φύλλα δεν τρώγονται στις ταμάλες και εγώ έφυγα πολύ ευχαριστημένος (και σοφότερος) εκείνο το βράδυ από τα πατρικό της Μόντσε αφού είδα ότι οι γονείς της μάλλον με είχαν συμπαθήσει.
Θα κοιμόμασταν στο καινούριο διαμερισματάκι της Μόντσε, όχι και τόσο μακριά από κει (το «όχι και τόσο μακριά» είναι πολύ σχετικό σε μια τεράστια πόλη). Και γι’ αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που θα κοιμόνταν εκεί αφού το είχε αγοράσει πρόσφατα και δεν είχε ακόμα μετακομίσει εκεί.
Η περιοχή που ήταν το καινούριο διαμέρισμα της Μόντσε ήταν πιο «μοντέρνα» ας την πούμε. Μπροστά από την πολυκατοικία περνάει ένας μεγάλος δρόμος, η λεωφόρος Εουχένια, που είναι τυπικός αυτοκινητόδρομος, όχι όπως η Αλφόνσο Ρέγες. Η περιοχή εκεί ονομάζεται Κολόνια Ναρβάρτε και είναι, όπως έγραψα ήδη, πιο «σύγχρονη» απ’ την Κολόνια Κοντέσα.
Το διαμέρισμα της Μόντσε έβλεπε σε έναν μικρότερο και πιο ήσυχο δρόμο. Από το μπαλκόνι έβλεπες απέναντι ένα σχολείο και κάτι μεγάλα δέντρα που νομίζω δεν υπάρχουν στην Ελλάδα.
Δυο πράγματα μου έκαναν εντύπωση: ότι η πολυκατοικία είχε κανονικό θυρωρό με στολή που άνοιγε τις πόρτες και το γκαράζ και ότι απ’ το διαμέρισμα δεν κατέβαζες κάτω τα σκουπίδια αλλά τα έριχνες σε έναν αγωγό στο διάδρομο του κάθε ορόφου και αυτά πήγαιναν κάτω, όπως είχα δει σε ταινίες να γίνεται και στις αμερικάνικες πολυκατοικίες.
Βολευτήκαμε στο διαμέρισμα και η Μόντσε μου είπε για μια οικογενειακή σύναξη στο πατρικό της την επόμενη και μου ανακοίνωσε την έκπληξη που μου είχε: την μεθεπόμενη θα φεύγαμε για Οαχάκα να περάσουμε εκεί κάμποσες μέρες.
Την άλλη μέρα λοιπόν ήταν η οικογενειακή συνάντηση. Θα ήταν εκεί τα αδέλφια της που ζουν στο Μεξικό και ο μεγάλος γιος της αδελφής της, που είχε πεθάνει πριν κάμποσα χρόνια. Εγώ ήξερα από πριν γι’ αυτή τη συνάντηση και πάλι ερμήνευσα το γεγονός ότι όλοι στην οικογένεια ήθελαν να γνωρίσουν τον μελλοντικό γαμπρό ενώ (και αυτή τη φορά έπεσα έξω) ήταν απλά μια οικογενειακή συνάντηση γιατί πλησίαζε και το Πάσχα των Καθολικών.
Τους βρήκα λοιπόν μαζεμένους στο αίθριο που περιέγραψα παραπάνω να πίνουν τεκίλα και μπυρίτσες και κάθισα (αρκετά σφιγμένος) μαζί τους. Έχω μια φωτογραφία όλων μας μαζί να μου θυμίζει εκείνη τη μέρα.
(Η συνέχεια την άλλη εβδομάδα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου