Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Η Επί του Όρους των Ελαιών Ομιλία



Τέτοιες μέρες δεν έχω και πολύ όρεξη να παρακολουθώ την επικαιρότητα και τις κάθε είδους εξελίξεις, κυρίως τις πολιτικές. Αισθάνομαι λίγο βαρύς, να το πω έτσι.
Ανέκαθεν μου άρεσε αυτές τις μέρες, που όπως και να το κάνουμε είναι ξεχωριστές, να φιλοσοφώ και να σκέφτομαι διάφορα πράγματα και τελικά να καταλήγω να μην σκέφτομαι τίποτα.
Δεν μπορώ να πω ότι είμαι και πολύ θρήσκος, όπως τουλάχιστον το εννοεί π.χ. η μάνα μου.
Το να πάω στην εκκλησία το έχω κόψει μετά το «συμβάν». Αλλά και πριν μόνο στην Ανάσταση θυμάμαι να πήγαινα.
Από νηστείες νήστευα κάθε Καθαρή Δευτέρα και Μεγάλη Παρασκευή, κάτι σαν θεσμός είχε γίνει. Δεν είναι καθόλου κακό να «θεσμοθετούμε» κάποια πράγματα και να τηρούμε, χωρίς να το πολυψάχνουμε αν είναι σωστά ή λάθος.
Στη θρησκεία απεχθάνομαι τον φανατισμό. Αφού έτυχε να είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι, πώς να το κάνουμε; Αν είχαμε γεννηθεί λίγο δυτικότερα θα ήμασταν Καθολικοί και αν είχαμε γεννηθεί λίγο ανατολικότερα θα ήμασταν Μουσουλμάνοι. Γιατί να θεωρούμε λοιπόν ότι εμείς ήμαστε οι σωστοί; Επειδή έτυχε έτσι;
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πως για μένα το να πιστεύεις στις αρχές της θρησκείας σου είναι λάθος. Το αντίθετο πιστεύω. Ο καθένας πρέπει να ακολουθεί τις αρχές της θρησκείας του. Ακόμα και αυτό το «πίστευε και μη ερεύνα» για μένα έχει κάποια βάση.
Τι να ερευνήσεις αφού δεν μιλάμε για χειροπιαστά πράγματα, πράγματα που μπορούν να αποδειχθούν ή να διαψευσθούν;
Κυρίως όμως πρέπει να ακολουθείς όσα λέει η θρησκεία σου και είναι «οικουμενικά». Δηλαδή είναι πανανθρωπίνως αποδεκτά ως σωστά.
Για μένα το βασικότερο είναι να μην συμπεριφέρεσαι άσχημα και να μην αδικείς ποτέ κάποιον άλλον.
Θέλεις να παρανομήσεις με το αυτοκίνητό σου και να ρισκάρεις κάποιο πρόστιμο; Ρίσκαρέ το. Αλλά μην διπλοπαρκάρεις γιατί δεν έχεις το δικαίωμα να κλέψεις ούτε ένα δευτερόλεπτο από κάποιον άλλον.
Έλεγα λοιπόν ότι πρέπει ν’ ακολουθούμε ιδίως τις οικουμενικές αρχές της θρησκείας μας.
Και ένα παράδειγμα οικουμενικών αξιών, όπως τις εννοώ εγώ, είναι πολλά από όσα είπε ο Ιησούς στην ομιλία του στο Όρος των Ελαιών.
Το βουνό αυτό (δεν είναι και πολύ ψηλό) βρίσκεται κοντά στην Ιερουσαλήμ. Εκεί κοντά είναι και το χωριό Γεθσημανή.
Ονομαζόταν έτσι γιατί παλαιότερα ήταν κατάφυτο από ελιές. Εκεί ο Ιησούς πήγαινε για να προσευχηθεί και να διδάξει.
Το βουνό αυτό λοιπόν έχει σημαντική θέση στη χριστιανική θρησκεία αφού εκεί έγινε η παρουσίαση του Χριστού στους μαθητές του ύστερα από την Ανάστασή του και η Ανάληψή του.
Εκεί έγινε και η περίφημη ομιλία του προς τους ανθρώπους που τον ακολουθούσαν.
 Ο Ιησούς λοιπόν διάλεξε την κορυφή του βουνού για να μπορούν να τον βλέπουν και να τον ακούν όλοι και ο λαός κάθισε στην πλαγιά για να ακούσει το κήρυγμά Του.
Πολλά από αυτά που είπε τότε αποτελούν τις κορυφαίες οικουμενικές αξίες του Χριστιανισμού. Ποιες είναι, για μένα τουλάχιστον, αυτές;
«… Μακάριοι όσοι δείχνουν ελεημοσύνη, διότι αυτοί θα ελεηθούν… Μακάριοι όσοι επιδιώκουν την ειρήνη, διότι αυτοί θα ανακηρυχθούν υιοί του Θεού…
Μακάριοι όσοι έχουν διωχθεί εξ αιτίας του δικαίου τους, διότι σε αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών…
… Ακούσατε ότι ειπώθηκε στους προγόνους σας: οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ όμως σας λέγω να μην προβάλλετε αντίσταση στον κακό άνθρωπο.
Αν κάποιος σε χαστουκίσει στο δεξί μάγουλο, στρέψε και το άλλο προς το μέρος του. Και σε εκείνον που θέλει να σε οδηγήσει στο δικαστήριο για να σου πάρει τον χιτώνα σου, άφησέ του και το πανωφόρι σου…
Ακούσατε ότι ειπώθηκε: θα αγαπήσεις τον πλησίον σου και θα μισήσεις τον εχθρό σου. Εγώ όμως σας λέγω να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να ευλογείτε αυτούς που σας καταριούνται, να ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν και να προσεύχεστε για εκείνους που σας συκοφαντούν και σας καταδιώκουν. Τον ήλιο  Του τον ανατέλλει και για τους κακούς και για τους καλούς και τη βροχή την στέλνει και στους δίκαιους και στους άδικους. Αν αγαπήσετε μόνο εκείνους που σας αγαπούν, ποια ανταμοιβή μπορείτε να περιμένετε;
Προσέξτε να μη δίνετε ελεημοσύνη μπροστά στους ανθρώπους, με μόνο σκοπό να σας δουν. Όταν δίνεις ελεημοσύνη, ας μη γνωρίζει το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί. Ας μείνει έτσι η ελεημοσύνη σου κρυφή και ο Πατέρας σου που βλέπει και τις πιο κρυφές πράξεις θα σε ανταμείψει ολοφάνερα…
Και όταν προσεύχεσαι δεν πρέπει να μιμείσαι τους υποκριτές. Διότι σε αυτούς αρέσει να προσεύχονται όρθιοι στις συναγωγές και στις γωνίες των πλατειών, έτσι ώστε να τους βλέπουν οι άνθρωποι. Αληθινά σας λέγω ότι με αυτόν τον τρόπο δεν έχουν να πάρουν ουδεμία ανταμοιβή. Εσύ όμως όταν θέλεις να προσευχηθείς, μείνε στο δωμάτιό σου, κλείσε την πόρτα και προσευχήσου στον Πατέρα σου, ο οποίος είναι αόρατος. Και ο Πατέρας σου που βλέπει και τις πιο κρυφές πράξεις θα σε ανταμείψει ολοφάνερα…
Μην κρίνετε για να μην κριθείτε. Διότι με την κρίση που κρίνετε θα κριθείτε και εσείς και με το ίδιο μέτρο που μετράτε θα μετρηθείτε και εσείς. Γιατί βλέπεις το αχυράκι στο μάτι του αδελφού σου και δεν αισθάνεσαι το δοκάρι στο δικό σου μάτι;».
Ο Ιησούς δεν κήρυξε ποτέ την αποστασία αλλά ούτε και την τυφλή υποταγή στο Νόμο.
Απ’ την άλλη όμως όπως έγραψα ήδη δεν θα πρέπει  να «κρίνουμε»  συνέχεια αυτά που μας παραδόθηκαν και τελικά να ακολουθούμε μόνο όσα μας βολεύουν.
Το κυριότερο όμως είναι να ακολουθούμε κάποιες πανανθρώπινες αξίες και να μην αρκούμαστε στους τύπους της θρησκείας μας.

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Το τανγκό της παλιάς φρουράς



Το έχω σαν παράδοση κάθε φορά που ταξιδεύω με αεροπλάνο να διαβάζω και από ένα βιβλίο το οποίο συνδέω με ολόκληρο το ταξίδι (στο λεωφορείο ζαλίζομαι όταν διαβάζω και παλιότερα που ταξίδευα και με το πλοίο προτιμούσα να πάω πέρα-δώθε παρά να διαβάζω).
Έτσι τελικά αν με ρωτήσει κάποιος, θυμάμαι περισσότερο το βιβλίο που διάβασα και πως το διάβασα (στο αεροδρόμιο, – σε καφετέρια ή σε κάποιο παγκάκι εκεί – στο αεροπλάνο και πάει λέγοντας) παρά άλλες λεπτομέρειες απ’ το ίδιο το ταξίδι.
Έψαχνα λοιπόν πριν 2-3 μήνες να βρω ποιο βιβλίο θα έπαιρνα για να περάσω τις ατέλειωτες ώρες της πτήσης για Μεξικό και είδα στο νετ ότι κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα καινούριο βιβλίο του αγαπημένου μου συγγραφέα, του Αρτούρο-Πέρεθ Ρεβέρτε.
Για να μ’ αρέσει ένα βιβλίο πρέπει να μ’ αρέσει το στιλ του συγγραφέα και να μ’ αρέσει και η ιστορία του.
Θέλω γενικά να έχει ιστορικές αναφορές, όλων των ειδών και για να πω την αλήθεια, δεν μου πολυαρέσουν τα μυθιστορήματα για ιστορίες αγάπης, ρομάντζα, και κάθε λογής έρωτες, δακρύβεχτους ή όχι, πραγματικούς ή πλατωνικούς κ.ο.κ.
Το στιλ γραφής του Ρεβέρτε το ξέρω και μ’ αρέσει, απ’ αυτήν την άποψη «Το τανγκό της παλιάς φρουράς» δεν θα έκρυβε εκπλήξεις και ήταν εξασφαλισμένο ότι θα μου άρεσε.
Όσον αφορά την ιστορία του, εντάξει δεν ήξερα και ακριβώς (με εξαίρεση αυτά που διάβασα στην περίληψη) αλλά τελικά αγόρασα το βιβλίο.
Ο Μαξ Κόστα λοιπόν, ήταν ένας Ισπανοαργεντικός τυχοδιώκτης που έκανε περιστασιακά διάφορες «δουλειές» και κομπίνες και αν εξετάσουμε υπό μια οπτική αυτά που έκανε θα εντάσσαμε τις δραστηριότητές στο ευγενές εκείνο επάγγελμα που ο πολύς κόσμος ονομάζει ζιγκολό.
Στην αρχή της ιστορίας δουλεύει σαν επαγγελματίας χορευτής σε ένα υπερωκεάνιο της γραμμής Αμβούργο-Μπουένος Άιρες, κάπου στο 1928.
Το επάγγελμα του επαγγελματία χορευτή σε υπερωκεάνιο ήταν πολύ ιδιαίτερο: συνόδευε στον χορό στο σαλόνι της πρώτης θέσης κυρίες και δεσποινίδες (αν και ένας καθηγητής στο σχολείο μας έλεγε ότι πρέπει να λέμε όλες τις γυναίκες κυρίες) που είτε ταξίδευαν μόνες τους είτε οι συνοδοί τους δεν ήθελαν ή δεν ήξεραν να χορέψουν.
Προφανώς ένα τέτοιο επάγγελμα ήταν απαραίτητο στα υπερωκεάνια της εποχής όπου οι επιβάτες ταξίδευαν για εβδομάδες και πως θα περνούσε η ώρα για κάποιον (κάποια εν προκειμένω) που ταξίδευε μόνος/η;
Η απαραίτητη συμπρωταγωνίστρια της ιστορίας ήταν η Μέτσα Ινθούνθα, εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης της τότε Ισπανίας, προφανώς καλής ανατροφής και σύζυγος ενός φημισμένου Ισπανού συνθέτη ο οποίος πάει στο Μπουένος Άιρες με σκοπό την επιτόπια έρευνα για να συνθέσει το «τέλειο» τανγκό.
Ο Μαξ και η Μέτσα χορεύουν στο σαλόνι της πρώτης θέσης ένα παθιασμένο τανγκό και μέσω της Μέτσα, ο Μαξ γνωρίζεται με τον συνθέτη σύζυγό της.
Ο Μαξ, καθότι γεννημένος στο Μπουένος Άιρες και επαρκής γνώστης του αντικειμένου, αλλά και της όχι και τόσο φωτεινής πλευράς αυτής της μυθικής πόλης, του εξηγεί ότι το τανγκό ξεκίνησε σαν χορός των περιθωριακών στοιχείων του Μπουένος Άιρες, πριν εκλεπτυστεί και μπει και στα σαλόνια των «καλών» σπιτιών της Αργεντινής και όλου του κόσμου.
Εκείνος ο αρχικός χορός ονομάζονταν «Τανγκό της παλιάς φρουράς» (εξού και ο τίτλος του βιβλίου) και συμφωνούν (ήμουν σίγουρος ότι θα συμφωνούσαν) να τους ξεναγήσει, τρόπον τινά, ο Μαξ στο «άλλο» Μπουένος Άιρες για να πάρουν μια γεύση απ’ το πώς ήταν η πρώτη μορφή του τανγκό και να συγκεντρώσει υλικό ο συνθέτης σύζυγος προκειμένου να συνθέσει το τανγκό του.
Εκεί στο Μπουένος Άιρες, όπως καταλαβαίνετε, κάτι «παίζεται» μεταξύ του Μαξ και της Μέτσα.
Εντύπωση πρώτη απ’ το βιβλίο: το Μπουένος Άιρες του μεσοπολέμου πρέπει να ήταν φανταστική πόλη. Και τώρα θα είναι δηλαδή απλά τότε δεν θα συγκρινόταν με άλλες πόλεις που ξέρουμε ενώ τώρα υπάρχουν πολλές πανέμορφες και ιδιαίτερες πόλεις.
Οι δυο πρωταγωνιστές ξαναβρίσκονται τυχαία στην Ιταλία, πολλά χρόνια μετά, εξηντάρηδες πια.
Ο Μαξ είναι οδηγός ενός Ελβετού γιατρού που μένει στην Ιταλία και η Μέτσα (παντρεμένη για δεύτερη φορά με ένα Χιλιανό διπλωμάτη – ο φουκαράς ο συνθέτης σκοτώθηκε στον ισπανικό εμφύλιο – και χωρισμένη) συνοδεύει τον γιο της που παίζει αγώνες σκάκι πριν τον παγκόσμιο τίτλο με τον Ρώσο πρωταθλητή.
Σκάει η βόμβα ότι ο νεαρός σκακιστής είναι παιδί του Μαξ (από ένα «γεγονός» που συνέβη μεταξύ μετά από μία τυχαία συνάντησή τους στη Γαλλία, καμιά δεκαριά χρόνια μετά Μπουένος Άιρες), αν και μέχρι το τέλος δεν ξεκαθαρίζεται αν ο Μαξ είναι αλήθεια πατέρας του νεαρού (μάλλον είναι) κ.λπ. κ.λπ. Μην γράψω τώρα όλη την ιστορία του βιβλίου…
Τελικά, αν και δεν ήταν και το καλύτερο βιβλίο του Ρεβέρτε που διάβασα, δεν ήταν και άσχημο.
Κάποιοι άλλοι, πιο συναισθηματικοί από εμένα ίσως, μπορεί να πουν πως εκείνο που δείχνει το βιβλίο είναι ότι τα μεγάλα πάθη δεν σβήνουν, τα μέτρια είναι όπως τα κεριά που σβήνουν με τον άνεμο αλλά τα μεγάλα είναι σαν τις φωτιές που φουντώνουν και άλλα τέτοια ωραία αλλά αυτό που αποκόμισα εγώ σκεπτόμενος πιο πεζά είναι ότι μάλλον ο Ρεβέρτε πιστεύει ότι η γυναίκα γενικά, και στον έρωτα ειδικά, είναι πιο δυνατή απ’ τον άντρα.
Στο βιβλίο μας μπορεί ο Μαξ να είναι ο τυχοδιώκτης και το ρεμάλι και η Μέτσα η αριστοκράτισσα αλλά εγώ κατάλαβα ότι είναι πιο συναισθηματικός και ευαίσθητος. Η Μέτσα μου φάνηκε λίγο ψυχρή, κυνική και υπολογίστρια.
Με το δε τανγκό δεν είχα και ιδιαίτερες επαφές, ούτε και ξέρω πολλά πράγματα. Ξέρω μόνο ότι το αγαπημένο μου, ίσως, τραγούδι το «Con la frente marchita» γυρνάει προς το τέλος σε τανγκό και είναι καταπληκτικό (να το ακούσετε στο youtube, απ’ τον Joaquin Sabina) αλλά πρέπει να είναι ενδιαφέρον χορός.
Το βιβλίο αυτό τελικά ήταν ένας πολύ καλός συνδυασμός έρωτα και περιπέτειας και γι’ αυτό και πιστεύω ότι θα αρέσει στους λάτρεις και των δύο.