Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Το τανγκό της παλιάς φρουράς



Το έχω σαν παράδοση κάθε φορά που ταξιδεύω με αεροπλάνο να διαβάζω και από ένα βιβλίο το οποίο συνδέω με ολόκληρο το ταξίδι (στο λεωφορείο ζαλίζομαι όταν διαβάζω και παλιότερα που ταξίδευα και με το πλοίο προτιμούσα να πάω πέρα-δώθε παρά να διαβάζω).
Έτσι τελικά αν με ρωτήσει κάποιος, θυμάμαι περισσότερο το βιβλίο που διάβασα και πως το διάβασα (στο αεροδρόμιο, – σε καφετέρια ή σε κάποιο παγκάκι εκεί – στο αεροπλάνο και πάει λέγοντας) παρά άλλες λεπτομέρειες απ’ το ίδιο το ταξίδι.
Έψαχνα λοιπόν πριν 2-3 μήνες να βρω ποιο βιβλίο θα έπαιρνα για να περάσω τις ατέλειωτες ώρες της πτήσης για Μεξικό και είδα στο νετ ότι κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα καινούριο βιβλίο του αγαπημένου μου συγγραφέα, του Αρτούρο-Πέρεθ Ρεβέρτε.
Για να μ’ αρέσει ένα βιβλίο πρέπει να μ’ αρέσει το στιλ του συγγραφέα και να μ’ αρέσει και η ιστορία του.
Θέλω γενικά να έχει ιστορικές αναφορές, όλων των ειδών και για να πω την αλήθεια, δεν μου πολυαρέσουν τα μυθιστορήματα για ιστορίες αγάπης, ρομάντζα, και κάθε λογής έρωτες, δακρύβεχτους ή όχι, πραγματικούς ή πλατωνικούς κ.ο.κ.
Το στιλ γραφής του Ρεβέρτε το ξέρω και μ’ αρέσει, απ’ αυτήν την άποψη «Το τανγκό της παλιάς φρουράς» δεν θα έκρυβε εκπλήξεις και ήταν εξασφαλισμένο ότι θα μου άρεσε.
Όσον αφορά την ιστορία του, εντάξει δεν ήξερα και ακριβώς (με εξαίρεση αυτά που διάβασα στην περίληψη) αλλά τελικά αγόρασα το βιβλίο.
Ο Μαξ Κόστα λοιπόν, ήταν ένας Ισπανοαργεντικός τυχοδιώκτης που έκανε περιστασιακά διάφορες «δουλειές» και κομπίνες και αν εξετάσουμε υπό μια οπτική αυτά που έκανε θα εντάσσαμε τις δραστηριότητές στο ευγενές εκείνο επάγγελμα που ο πολύς κόσμος ονομάζει ζιγκολό.
Στην αρχή της ιστορίας δουλεύει σαν επαγγελματίας χορευτής σε ένα υπερωκεάνιο της γραμμής Αμβούργο-Μπουένος Άιρες, κάπου στο 1928.
Το επάγγελμα του επαγγελματία χορευτή σε υπερωκεάνιο ήταν πολύ ιδιαίτερο: συνόδευε στον χορό στο σαλόνι της πρώτης θέσης κυρίες και δεσποινίδες (αν και ένας καθηγητής στο σχολείο μας έλεγε ότι πρέπει να λέμε όλες τις γυναίκες κυρίες) που είτε ταξίδευαν μόνες τους είτε οι συνοδοί τους δεν ήθελαν ή δεν ήξεραν να χορέψουν.
Προφανώς ένα τέτοιο επάγγελμα ήταν απαραίτητο στα υπερωκεάνια της εποχής όπου οι επιβάτες ταξίδευαν για εβδομάδες και πως θα περνούσε η ώρα για κάποιον (κάποια εν προκειμένω) που ταξίδευε μόνος/η;
Η απαραίτητη συμπρωταγωνίστρια της ιστορίας ήταν η Μέτσα Ινθούνθα, εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης της τότε Ισπανίας, προφανώς καλής ανατροφής και σύζυγος ενός φημισμένου Ισπανού συνθέτη ο οποίος πάει στο Μπουένος Άιρες με σκοπό την επιτόπια έρευνα για να συνθέσει το «τέλειο» τανγκό.
Ο Μαξ και η Μέτσα χορεύουν στο σαλόνι της πρώτης θέσης ένα παθιασμένο τανγκό και μέσω της Μέτσα, ο Μαξ γνωρίζεται με τον συνθέτη σύζυγό της.
Ο Μαξ, καθότι γεννημένος στο Μπουένος Άιρες και επαρκής γνώστης του αντικειμένου, αλλά και της όχι και τόσο φωτεινής πλευράς αυτής της μυθικής πόλης, του εξηγεί ότι το τανγκό ξεκίνησε σαν χορός των περιθωριακών στοιχείων του Μπουένος Άιρες, πριν εκλεπτυστεί και μπει και στα σαλόνια των «καλών» σπιτιών της Αργεντινής και όλου του κόσμου.
Εκείνος ο αρχικός χορός ονομάζονταν «Τανγκό της παλιάς φρουράς» (εξού και ο τίτλος του βιβλίου) και συμφωνούν (ήμουν σίγουρος ότι θα συμφωνούσαν) να τους ξεναγήσει, τρόπον τινά, ο Μαξ στο «άλλο» Μπουένος Άιρες για να πάρουν μια γεύση απ’ το πώς ήταν η πρώτη μορφή του τανγκό και να συγκεντρώσει υλικό ο συνθέτης σύζυγος προκειμένου να συνθέσει το τανγκό του.
Εκεί στο Μπουένος Άιρες, όπως καταλαβαίνετε, κάτι «παίζεται» μεταξύ του Μαξ και της Μέτσα.
Εντύπωση πρώτη απ’ το βιβλίο: το Μπουένος Άιρες του μεσοπολέμου πρέπει να ήταν φανταστική πόλη. Και τώρα θα είναι δηλαδή απλά τότε δεν θα συγκρινόταν με άλλες πόλεις που ξέρουμε ενώ τώρα υπάρχουν πολλές πανέμορφες και ιδιαίτερες πόλεις.
Οι δυο πρωταγωνιστές ξαναβρίσκονται τυχαία στην Ιταλία, πολλά χρόνια μετά, εξηντάρηδες πια.
Ο Μαξ είναι οδηγός ενός Ελβετού γιατρού που μένει στην Ιταλία και η Μέτσα (παντρεμένη για δεύτερη φορά με ένα Χιλιανό διπλωμάτη – ο φουκαράς ο συνθέτης σκοτώθηκε στον ισπανικό εμφύλιο – και χωρισμένη) συνοδεύει τον γιο της που παίζει αγώνες σκάκι πριν τον παγκόσμιο τίτλο με τον Ρώσο πρωταθλητή.
Σκάει η βόμβα ότι ο νεαρός σκακιστής είναι παιδί του Μαξ (από ένα «γεγονός» που συνέβη μεταξύ μετά από μία τυχαία συνάντησή τους στη Γαλλία, καμιά δεκαριά χρόνια μετά Μπουένος Άιρες), αν και μέχρι το τέλος δεν ξεκαθαρίζεται αν ο Μαξ είναι αλήθεια πατέρας του νεαρού (μάλλον είναι) κ.λπ. κ.λπ. Μην γράψω τώρα όλη την ιστορία του βιβλίου…
Τελικά, αν και δεν ήταν και το καλύτερο βιβλίο του Ρεβέρτε που διάβασα, δεν ήταν και άσχημο.
Κάποιοι άλλοι, πιο συναισθηματικοί από εμένα ίσως, μπορεί να πουν πως εκείνο που δείχνει το βιβλίο είναι ότι τα μεγάλα πάθη δεν σβήνουν, τα μέτρια είναι όπως τα κεριά που σβήνουν με τον άνεμο αλλά τα μεγάλα είναι σαν τις φωτιές που φουντώνουν και άλλα τέτοια ωραία αλλά αυτό που αποκόμισα εγώ σκεπτόμενος πιο πεζά είναι ότι μάλλον ο Ρεβέρτε πιστεύει ότι η γυναίκα γενικά, και στον έρωτα ειδικά, είναι πιο δυνατή απ’ τον άντρα.
Στο βιβλίο μας μπορεί ο Μαξ να είναι ο τυχοδιώκτης και το ρεμάλι και η Μέτσα η αριστοκράτισσα αλλά εγώ κατάλαβα ότι είναι πιο συναισθηματικός και ευαίσθητος. Η Μέτσα μου φάνηκε λίγο ψυχρή, κυνική και υπολογίστρια.
Με το δε τανγκό δεν είχα και ιδιαίτερες επαφές, ούτε και ξέρω πολλά πράγματα. Ξέρω μόνο ότι το αγαπημένο μου, ίσως, τραγούδι το «Con la frente marchita» γυρνάει προς το τέλος σε τανγκό και είναι καταπληκτικό (να το ακούσετε στο youtube, απ’ τον Joaquin Sabina) αλλά πρέπει να είναι ενδιαφέρον χορός.
Το βιβλίο αυτό τελικά ήταν ένας πολύ καλός συνδυασμός έρωτα και περιπέτειας και γι’ αυτό και πιστεύω ότι θα αρέσει στους λάτρεις και των δύο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου