Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 5ο)


Έτσι πέρασε ο καιρός και μπήκε το 2007. Η επικοινωνία μας είχε γίνει πιο τακτική αν και ακόμα και τότε ήμουνα πεπεισμένος ότι δεν θα την ξανάβλεπα. Θυμάμαι ότι το πιο τολμηρό που της είχα γράψει σε ένα email ήταν ότι «… αν ζούσαμε πιο κοντά θα μπορούσα να κάνω μερικές άλλες σκέψεις, αλλά τώρα…». Ακόμα  και έτσι όμως μου άρεσε πολλά βράδια να κλείνω το φως και να ξαπλώνω στον καναπέ με τα μάτια κλειστά και να τη σκέφτομαι ως πολύ αργά…
Ώσπου το καλοκαίρι του 2007 το είπε. Ο αδελφός της μένει στην Ισπανία και η Μόντσε τον επισκεπτόταν κάθε χρόνο. Κάθε φορά, εκτός απ’ την Ισπανία, επισκεπτόταν και μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα για να τη γνωρίσει και εκείνη τη χρονιά… «λέω να έρθω και στην Ελλάδα» μου είπε!
Μου φαινόταν απίστευτο. Η Μόντσε στην Ελλάδα;
Εκείνο το καλοκαίρι πέρασε «Θα έρθει – Δεν θα έρθει» γιατί μόλις είχε αγοράσει ένα μικρό διαμέρισμα και ήταν στριμωγμένη οικονομικά. Τελικά τον Αύγουστο οριστικοποιήθηκε! Θα πήγαινε πρώτα στην Ισπανία, στη Μάλαγα, όπου μένει ο αδελφός της με την οικογένειά του και στις 22 του Σεπτέμβρη θα ερχόταν για μερικές μέρες και στην Ελλάδα!
Το «μου φαινόταν απίστευτο» που έγραψα παραπάνω μου φαίνεται τώρα πολύ τετριμμένο για να εκφράσει το πώς ένιωθα εκείνες τις μέρες.
Καθώς ήμουν αποφασισμένος να μην αφήσω και αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη, επιστράτευσα όσο θάρρος (θράσος) είχα και αποφάσισα να κλείσω μόνο ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο που θα μέναμε στην Αθήνα. Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι οι άγραφοι κανόνες της πατροπαράδοτης ελληνικής φιλοξενίας μπλα μπλα επέβαλαν ότι θα έπρεπε εγώ ν’ αναλάβω τα έξοδά της απ’ τη στιγμή της άφιξής της στην Ελλάδα και δεν είχα χρήματα να κλείσω δύο δωμάτια. Και προς απόδειξη της ειλικρίνειάς μου «… ορίστε, το δωμάτιο έχει φυσικά δύο κρεβάτια».
Δεν ήξερα ακόμα τις «τεχνικές» λεπτομέρειες για το πώς θα εκδήλωνα τα αισθήματά μου γιατί συν τοις άλλοις δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στον εαυτό μου σε τέτοια ζητήματα. «Βλέποντας και κάνοντας» σκέφτηκα.
Έτσι έφτασε η 22η Σεπτεμβρίου του 2007 (Σάββατο ήταν) και στήθηκα έξω απ’ την πύλη αφίξεων του «Βενιζέλος» μια ώρα πριν την προγραμματισμένη άφιξη απ’ τη Μαδρίτη.
Όταν την είδα να βγαίνει ένιωσα εκείνο το συναίσθημα που νιώθω σε στιγμές έντονου στρες: αισθάνομαι «κομμένος» σαν από κούραση και θέλω να πάω τουαλέτα. Αγκαλιαστήκαμε, «… πως ήταν το ταξίδι, φοβήθηκα ότι δεν θα σε γνώριζα κ.λπ.» και πήραμε το μετρό για Αθήνα. Θυμάμαι ήμουν πολύ αγχωμένος στο μετρό και μιλούσα ακατάσχετα.
Έδειξε μια μάλλον αρνητική έκπληξη, για να μην πω θυμό, όταν της είπα ότι θα μέναμε στο ίδιο δωμάτιο και καιρό μετά όταν τη γνώρισα καλύτερα, κατάλαβα ο δυστυχής ότι είχε έρθει στην Ελλάδα πραγματικά για να τη γνωρίσει και όχι για μένα.
Τέλοσπάντων το δέχθηκε και πήγαμε στο ξενοδοχείο (ένα αξιοπρεπές στην Πειραιώς που μου είχε συστήσει ο Χατζησοφιάς).
Τακτοποιηθήκαμε και εκείνο το απόγευμα της 22ης/9/2007 της είπα για όλα (ή σχεδόν όλα, αφού στον προφορικό λόγο δεν είμαι καθόλου καλός) όσα ένιωθα γι’ αυτήν τα τελευταία δύο χρόνια από τότε δηλαδή που τη γνώρισα. Έδειξε έκπληξη αλλά δεν ήταν και αρνητική απέναντί μου.
Τελοσπάντων μην φανταστείτε ότι έγιναν και φοβερά πράγματα στο ξενοδοχείο εκείνη τη μέρα, πάντως εγώ ευτυχισμένος (και ξαλαφρωμένος) ήμουν.
Το βράδυ πήγαμε στην Πλάκα για φαγητό (δεν ξέρω και κανένα άλλο μέρος στην Αθήνα) και την άλλη μέρα επισκεφτήκαμε την Ακρόπολη. Αργότερα πήγαμε να δούμε ένα φιλικό μου ζευγάρι και τον γιο τους που είναι βαφτισιμιός μου και έμεναν στα Πατήσια. Εκεί η Μόντσε έδειξε ένα στοιχείο του χαρακτήρα της που αργότερα κατάλαβα ότι όντως τη χαρακτήριζε: μόλις έμαθε ότι υπήρχε ένα νησί, η Αίγινα, μόλις μια ώρα απ’ την Αθήνα μου ζήτησε να το επισκεφτούμε.
Για μένα το να επισκεφτούμε την Αίγινα προϋπέθετε πλάνο και σχέδιο από πριν, όχι άντε παίρνουμε το καράβι και πάμε, άσε που δεν είχα ξαναπάει και το να πάω σ’ ένα μέρος για πρώτη φορά είναι από μόνο του αγχωτικό για μένα.
Πήγαμε όμως. Και εκεί άρχισα να αισθάνομαι για πρώτη φορά άνετα απέναντί της (βοήθησε και το μπουκαλάκι ούζο που ήπια). Γυρίσαμε την ίδια μέρα στην Αθήνα και μείναμε σ’ ένα απαίσιο ξενοδοχείο στη Βεραντζέρου. Το χειρότερο που είχε μείνει ποτέ στη ζωή της όπως μου εξομολογήθηκε, αλλά εγώ δεν ήξερα και πολλά για τα ξενοδοχεία της Αθήνας, άσε που φοβόμουν μήπως χαθούμε μακριά απ’ την Ομόνοια.
(η συνέχεια μεθαύριο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου