Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 4ο)



Μέναμε σ’ ένα πολύ ωραίο ξενοδοχείο και γενικά μας είχαν βασιλικά από την Olmeca.
Ένα βράδυ, εκεί που καθόμουν στη βεράντα του ξενοδοχείου (είχε και μια αιώρα αλλά εγώ δεν καταλάβαινα πως οι άνθρωποι και καλά τους αρέσει τόσο πολύ να ξαπλώνουν εκεί) βλέπω μπροστά στην παραλία να περπατάει μόνη της η Μόντσε. Είχε βγάλει τα παπούτσια της στην άμμο και μετά από λίγο τη βλέπω να κάθεται, με την πλάτη σε μας, μερικά μέτρα από τη βεράντα μας! Στη φωτογραφία φαίνεται η παραλία της Πλάγια δελ Κάρμεν για να μπορείτε να φανταστείτε το σκηνικό.
Λόγω του ότι κουτσοήξερα μερικά ισπανικά, αλλά και γιατί πάντα επεδίωκα να είμαι κοντά της όταν περπατούσαμε, καθόμασταν κ.λπ. είχα καταφέρει να δημιουργήσω μια σχετική οικειότητα ανάμεσά μας, αλλά όχι σπουδαία πράγματα.
«Θα πάω να της μιλήσω», λέω του Χατζησοφιά. «Πήγαινε, πήγαινε» με ενθάρρυνε αυτός. «Όχι δεν πάω, ντρέπομαι», λέω μετά (έτσι ακριβώς είχε η στιχομυθία μας).
Τελικά όμως πήγα (δεν ήθελα να το μετανιώσω μετά αν άφηνα την ευκαιρία). Κάθισα πάνω στην άμμο, ακριβώς δίπλα της (δίπλα της;;;) και αρχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Εγώ είμαι εκ φύσεως μάλλον δειλός με τις γυναίκες και ούτε που μου πέρασε απ’ το μυαλό να κάνω κάποια επιθετική ενέργεια (ευτυχώς, γιατί αν έκανα θα μου έριχνε ένα χαστούκι όπως στις ελληνικές ταινίες και όπως η ίδια μου είπε πολύ αργότερα).
Μετά από κάμποση ώρα σηκώθηκε να φύγει και στενοχωρήθηκα γιατί κατάλαβα ότι για να κάνει πρώτη την κίνηση να φύγει, δεν περίμενε και τίποτα άλλο από τη συνάντησή μας.
Την άλλη μέρα (1/10) θα φεύγαμε απ’ το Μεξικό. Θα πετούσαμε Κανκούν – Μέξικο Σίτυ και από κει Φρανκφούρτη, Μόναχο και τελικά Αθήνα, ήμουν δηλαδή προετοιμασμένος ότι θα ήταν η τελευταία μέρα που θα την έβλεπα. Είχαμε ήδη ανταλλάξει τηλέφωνα και email, αλλά τρέχα γύρευε σκεφτόμουν…
Στο λεωφορείο που πηγαίναμε την άλλη μέρα απ’ το ξενοδοχείο στο αεροδρόμιο του Κανκούν, είχα μείνει προτελευταίος όταν κατεβαίναμε, τελευταία ήταν η Μόντσε. Κάποια στιγμή μου τραβάει το πουκάμισο και μου λέει «Κοίτα να δεις, εγώ θα μείνω εδώ για κάτι δουλειές και δεν θα πετάξω μαζί σας στο Μέξικο Σίτυ. Όμως επειδή δεν μ’ αρέσουν οι αποχαιρετισμοί δεν είπα τίποτα στους άλλους. Λοιπόν γεια σου και hasta la vista». «Μα, μου…» κάνω να της πω, αλλά τι να πεις τέτοιες στιγμές; Βγάλαμε τουλάχιστον μια αποχαιρετιστήρια φωτογραφία έξω από το λεωφορείο, που θα γινόταν απ’ τις αγαπημένες μου, αφού συν τοις άλλοις βγήκα και καλά αν και γενικά δεν έχω φωτογένεια.
Η πτήση Μέξικο Σίτυ – Φρανκφούρτη (ήταν και νυχτερινή…) ήταν δραματική γιατί ο τυφώνας Stan (άφησε τελικά 1.200 νεκρούς στην Κεντρική Αμερική) μας βρήκε πάνω από την Καραϊβική. «Μεξικό ήθελες, ε;» θυμάμαι πως ρώτησα τον Χατζησοφιά ο οποίος κατέφυγε σε κάτι ηρεμιστικά χάπια που είχε προνοήσει να πάρει μαζί του στο ταξίδι.
Τελικά, όπως φαίνεται και εκ του αποτελέσματος (για να είμαι εδώ και να γράφω…), μετά από ένα πολύ κουραστικό ταξίδι – οδύσσεια, φτάσαμε την επόμενη (2/10) στην Αθήνα.
Στο χωριό θυμάμαι, ο καιρός ήταν γλυκός φθινοπωρινός και σαν μελαγχολικός, τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν. Αντέγραψα τις φωτογραφίες της εκδρομής στον υπολογιστή και επειδή άκουγα συνέχεια ένα CD με πορτογαλικά φάντο που είχα αγοράσει απ’ την Αθήνα, συνέδεσα τη Μόντσε (που την σκεφτόμουν πολύ φυσικά) με ένα τραγούδι απ’ το CD εκείνο.
Από τα πρώτα πράγματα που έκανα ήταν να της στείλω ένα email. Και – ω, τι απίστευτο – μετά από μερικές μέρες μου απάντησε! Ξεκινήσαμε έτσι μια, αραιή είναι η αλήθεια, επικοινωνία με emails.
Που και που της έγραφα και κανένα γράμμα γιατί μου άρεσε να της βάζω και από κάτι στο φάκελο κάθε φορά. Συνήθως ένα CD με ελληνική μουσική (έτσι έμαθε τον Χατζηγιάννη και τον Κότσιρα). Της έγραφα πάντα από το μπαλκόνι, γιατί μου άρεσε πολύ αυτή η διαδικασία. Θυμάμαι ενώ έγραφα σκεφτόμουν ότι μετά από καμιά 20αριά μέρες (τόσο έκανε να φτάσει ένα γράμμα στο Μεξικό) εκείνη θα κρατάει αυτό το ίδιο κομμάτι χαρτί και μου φαινόταν απίστευτο. Ήδη το Μεξικό ξανανήκε σε ένα άλλο πλανήτη και φυσικά το ήξερα ότι μάλλον δεν θα ξαναέβλεπα ποτέ στη ζωή μου τη Μόντσε.
Την Κυριακή του Λαζάρου του επόμενου χρόνου, μου τηλεφώνησε για πρώτη φορά! Για τους Καθολικούς ήταν Κυριακή του Πάσχα, εγώ είχα πάει στην Αθήνα να δω το κουμπαρούδι μου. Ήταν πολύ αργά, γύρω στις 1.00 τη νύχτα, γύριζα με το λεωφορείο απ’ την Αθήνα, όταν χτύπησε το κινητό μου. Κοιτάω, ήταν χωρίς νούμερο η κλήση. «Τώρα τι κάνουμε; Το σηκώνουμε ή όχι;» σκέφτηκα, γιατί γενικά δεν απαντάω στις κλήσεις με απόκρυψη.
Τελικά το σήκωσα και ήταν εκείνη! Φαντάζεστε την ταραχή μου, ήταν το πρώτο τηλεφώνημα απ’ το Μεξικό και τότε μου φάνηκε σαν από το υπερπέραν…
(η συνέχεια την άλλη εβδομάδα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου