Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 8ο)



Την άλλη μέρα (16/3/2008) θα φεύγαμε για την Οαχάκα. Ήταν η Κυριακή των Βαΐων για τους Καθολικούς (στα ισπανικά είναι Domingo de Ramas, Κυριακή των Φοινικοκλάδων ας πούμε, από τα κλαδιά των φοινικόδεντρων που είναι ότι και τα δικά μας βάγια αυτή τη μέρα). Ο πατέρας της Μόντσε θα μας πήγαινε στο σταθμό των λεωφορείων το πρωί. Στο Μέξικο Σίτυ υπάρχουν τέσσερις σταθμοί «υπεραστικών» λεωφορείων, ανάλογα με τον προορισμό, άρα υποθέτω φύγαμε απ’ τον νότιο αφού στα νότια είναι η Οαχάκα.
Η Οαχάκα είναι μεγαλούτσικη πόλη – κάπου 300.000 κατοίκους έχει – και πολύ όμορφη, με πολλά αποικιακά κτίρια σε παραδοσιακές γειτονιές. Η πόλη της Οαχάκα είναι πρωτεύουσα της πολιτείας της Οαχάκα που ήταν η κοιτίδα του λαού των Ζαποτέκων και των Μιξτέκων πριν από την άφιξη των Ισπανών (εμείς εδώ ξέρουμε μόνο τους Μάγιας και τους Αζτέκους, αλλά στο Μεξικό υπήρχαν πριν τους Ισπανούς δεκάδες άλλοι λαοί: Ζαποτέκοι, Μιχτέκοι, Ολμέκοι, Τολτέκοι κ.λπ.).
Το ξενοδοχείο που θα μέναμε ήταν κοντά σε μια μεγάλη πλατεία που κατάλαβα ότι ήταν σημαντική για την Οαχάκα, ίσως ήταν η κεντρική πλατεία της. Δεν θυμάμαι πως λεγόταν η πλατεία, αλλά μπορούσες να την πεις και «zócalo». Έτσι ονομάζεται φαντάζομαι το κέντρο στο Μεξικό, γιατί zócalo έχει και το Μέξικο Σίτυ.
Στη φωτογραφία φαίνεται ακριβώς η γωνιακή καφετέρια σε εκείνη την πλατεία όπου καθίσαμε πολλές φορές. Το πιο ενοχλητικό εκεί ήταν οι πλανόδιοι πωλητές. Δεν φαντάζεστε πόσοι.
Απέναντι απ’ το ξενοδοχείο μας υπήρχε ένα μαγαζί με ηλεκτρικά είδη και η πινακίδα έγραφε «Macedonia»! Να το έχει κανένας Σκοπιανός αποκλείεται σκέφτηκα, γιατί είχε και μια ελληνική σημαία ζωγραφισμένη. Μπήκα όλο περιέργεια αλλά κανένας εκεί μέσα δεν μου φάνηκε για Έλληνας. «Το αφεντικό είναι στο άλλο μαγαζί» μου είπε ένας υπάλληλος. Πήγα στο άλλο μαγαζί, ένα μεγάλο με ρούχα (τελικά είχε δύο με ηλεκτρικά και ένα με ρούχα) και αν και έλειπε μου είπε στο τηλέφωνο να μην το κουνήσω από κει μέχρι να έρθει.
Τελικά ήρθε και με βρήκε. Δεν θυμάμαι το όνομά του αλλά ακούστε την ιστορία του: Ήταν απ’ τη Γαλατινή Κοζάνης, γύρω στα 55-60 και Βλάχος στην καταγωγή. Σπούδασε μηχανολόγος στη Ρουμανία και έκανε μεταπτυχιακά στις ΗΠΑ. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα του που είναι απ’ την Οαχάκα! Είχαν δύο παιδιά που σπούδαζαν στο Μέξικο Σίτυ.
Φαινόταν καλοπιασμένος και μου είπε θυμάμαι ότι η Ευρώπη είχε φτάσει στα όρια της, δεν μπορούσες να κάνεις μπίζνες εκεί πια. Την αγορά την είχαν πιάσει ήδη άλλες εταιρείες και χρειαζόσουν μεγάλο κεφάλαιο να τις ξεκουνήσεις και πάλι δεν ήσουν σίγουρος. Ενώ εκεί, στο Μεξικό, με ένα μικρό κεφάλαιο τη βόλευες μια χαρά. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε σήμερα ο άνθρωπος, μ’ αυτή την κρίση που ζούμε.
Ήταν λοιπόν Μεγάλη Βδομάδα των Καθολικών και στην Οαχάκα το ένιωθες. Συνηθίζαμε να πάμε σε μια εκκλησία κοντά στο ξενοδοχείο που στην αυλή της είχαν στηθεί πάγκοι και πουλούσαν διάφορα μικροπράγματα.
Είχαν και κάτι βαρελάκια με τεκίλα σε πολλές γεύσεις, δοκίμαζες και από όποια σου άρεσε αγόραζες ένα μπουκάλι. Εμένα με τράβηξαν κάτι περίεργες γεύσεις, τεκίλα με χυμό παπάγιας, καρύδας κ.λπ. αλλά στη Μόντσε άρεσε μια άλλη τεκίλα, πιο «κλασική». «Αυτή να πάρεις» μου είπε. Την τεκίλα αυτή την άνοιξα σε ανύποπτο χρόνο, τρία χρόνια πριν, ενώ θα έπρεπε να την κρατήσω για μια πιο ειδική περίσταση.
Εκεί στην αυλή της εκκλησίας διάφοροι, κυρίως γυναίκες, έφτιαχναν μικροπράγματα από φύλλα φοίνικα που ήταν πολύ όμορφα. Εγώ αγόρασα ένα Εσταυρωμένο που μου άρεσε πολύ.
Δύο πράγματα μου έκαναν εντύπωση στην Οαχάκα. Οι κλειστές αγορές, σαν τις δικές μας λαϊκές, αλλά όπου μπορούσες να φας σε κάτι σαν καντίνες  (καντίνα λένε στο Μεξικό τα δικά μας μπαράκια) και η ντόπια σπεσιαλιτέ: κάτι μικρές κόκκινες ακρίδες, τσαπουλίνες τις έλεγαν.
Αυτές τις ακριδούλες τις βρίσκεις μόνο στην Οαχάκα – και η Μόντσε έτρωγε πρώτη φορά. Έβλεπες να τις πουλάνε στην αγορά γριές όπως στη δική μας λαϊκή πουλάνε αυγά και ζαρζαβατικά. Όταν ήταν φρέσκιες ήταν πολύ νόστιμες και ιδίως οι πικάντικες ήταν πολύ καλός μεζές για την τεκίλα.
Θα μπορούσα αλήθεια να γράψω βιβλίο ολόκληρο γι’ αυτά που είδα στην Οαχάκα. Για τις παραδοσιακές γειτονιές, για το κόκκινο και κίτρινο χρώμα των σπιτιών, για το τι είδαμε στις εκδρομές που κάναμε με βανάκια…
Επειδή όμως ήδη το παρατράβηξα, θα αναφέρω μόνο το Μόντε Αλμπάν, ένα μέρος που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν το ήξερα από πριν, αλλά το Μόντε Αλμπάν είναι μια μεγάλη, καλοδιατηρημένη πόλη των αρχαίων Ζαποτέκων, σ’ ένα λόφο καμιά δεκαριά χιλιόμετρα απ’ την Οαχάκα.
Πολύ ευτυχισμένες μέρες.
(Η συνέχεια την ερχόμενη Τετάρτη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου