Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 9ο)



Γυρίσαμε πάλι με το λεωφορείο στο Μέξικο Σίτυ. Τα λεωφορεία τους είναι πολύ πιο άνετα από τα δικά μας, στους σταθμούς έχουν εξόδους όπως στα αεροδρόμια, όπου περνάς κανονικό έλεγχο και με το που ανεβαίνεις στο λεωφορείο μια υπάλληλος με στολή σου δίνει ένα αναψυκτικό ή καφέ να ετοιμάσεις αν θέλεις (νερό έχει στο λεωφορείο).
Εμένα όμως είχε αρχίσει να με τρώει κάτι άλλο. Της είχα πάρει δώρο απ’ την Ελλάδα μια χρυσή παναγίτσα. Μου φάνηκε πολύ τολμηρό να της πάρω ένα δαχτυλίδι (εννοώ ένα μονόπετρο, όχι σαν αυτό που της είχα δώσει στο αεροδρόμιο της Αθήνας). Δεν ήξερα ότι το μονόπετρο μπορεί να δοθεί και σε μια περίπτωση σαν τη δικιά μας. Εγώ νόμιζα ότι μονόπετρο δίνουν μόνο όταν αρραβωνιάζονται επίσημα. Ναι, αλήθεια, έτσι νόμιζα.
Δεν θυμάμαι πως το έφερε η κουβέντα, αλλά κατάλαβα πως περίμενε ένα δαχτυλίδι, κάτι σαν υπόσχεση «να με περιμένεις» κ.λπ. Μου ήρθε να χτυπήσω το κεφάλι στον τοίχο που δεν της είχα αγοράσει ένα δαχτυλίδι, αφού άλλωστε έτσι αισθανόμουν, αλλά με είχαν φάει οι ντροπές.
Για να μπείτε στην ψυχολογία μου, αισθανόμουν ότι θα είχα κάνει τη μισή δουλειά αν έφευγα έτσι, άπαξ και έμαθα για το δαχτυλίδι. Μια μέρα εκεί που περνούσαμε από ένα κοσμηματοπωλείο την έσπρωξα μέσα να της αγοράσω ένα μονόπετρο. «Μα είσαι καλά; Δεν γίνεται έτσι. Πρέπει ο άντρας να το πάρει μόνος του και μπλα μπλα μια φίλη μου έτσι μπλα μπλα μια φίλη μου αλλιώς». Στο μεταξύ οι πωλήτριες μας πήραν χαμπάρι και μας έδειχναν τα πιο ακριβά. Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας (κυριολεκτικά, θυμάμαι το πουκάμισό μου ιδρωμένο) αφού δεν είχα τόσα λεφτά πάνω μου. «Έχει γούστο να θελήσει ν’ αγοράσουμε» σκέφτηκα αλλά ευτυχώς επέμεινε και τελικά δεν αγοράσαμε.
Αλλά έβλεπα ότι κάπως αλλιώς έπρεπε τουλάχιστον να εδραιώσω τη σχέση μας, να αισθανθώ φεύγοντας ότι κάτι έκανα και δεν χαραμίστηκε έτσι μόνο για τουρισμό τέτοιο ταξίδι. Είναι ο χαρακτήρας μου τέτοιος, δεν μπορούσα να δω εκείνο το ταξίδι μόνο ως ταξίδι αναψυχής.
Αφού γυρίσαμε στο Μέξικο Σίτυ θα βγαίναμε ένα πρωί με τους γονείς της για πρωινό (το συνηθίζουν πολύ στο Μεξικό, περισσότερο και απ’ τη βραδινή έξοδο). Θα πηγαίναμε σε ένα, να το πω fast food; Έμοιαζε τουλάχιστον με τα Goodys στα Τρίκαλα που ξέρω αλλά εκεί σου έπαιρναν την παραγγελία απ’ το τραπέζι. Επί το πλείστον είχε διάφορους τύπους πρωινού, χυμούς, καφέδες κ.λπ. Το έλεγαν Vips και ήταν αλυσίδα στο Μεξικό. Υπήρχε λοιπόν ένα πολύ κοντά στο διαμέρισμα της Μόντσε και εκεί θα πηγαίναμε (από τότε πήγαμε εκεί πολλές φορές και το θεωρώ πολύ οικείο).
«Θα μιλήσω στους γονείς σου για μας» της είπα εκείνο το πρωί. «Τι; Τρελάθηκες;» με ενθάρρυνε η Μόντσε. Πρέπει να σας πω ότι και στα ισπανικά υπάρχει η έκφραση «Ζητάω το χέρι κάποιας» («Pedir la mano») άρα υπήρχε φαντάστηκα και εκεί αυτή η συνήθεια. Η αλήθεια είναι όμως ότι πλέον θεωρείται πολύ παλιομοδίτικο να μιλάς εκ των προτέρων στους γονείς της κοπέλας. Πάντως εγώ το έβλεπα/βλέπω απολύτως απαραίτητο και δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω πίσω.
Αφού βολευτήκαμε στο Vips, η Μόντσε άρχισε να μιλάει ακατάπαυτα για να μην μου δώσει την ευκαιρία να pedir la mano. Τα ισπανικά μου δεν με βοηθούσαν καθόλου αν και είχα ετοιμάσει από πριν τον λόγο μου για την περίσταση. Αν όμως η συζήτηση ξεστράτιζε λίγο θα είχα πρόβλημα στα ισπανικά. Γι’ αυτό είπα στη Μόντσε ότι θα έπρεπε να μεταφράζει απ’ τα αγγλικά στην περίπτωση αυτή. Πολύ ιδιότυπη (τουλάχιστον) κατάσταση…
Σε μια παύση λοιπόν είπα μέσα μου: «Εδώ ήμαστε. Πάμε και ο Θεός βοηθός». Θυμάμαι πως άρχισα με πολύ πρωτότυπο τρόπο «Γκουχ, Señor Julio, Señora Elisa…».
Η Μόντσε να έχει κατακοκκινίσει… Εγώ απ’ την άλλη έχω ένα χαρακτηριστικό: όσο συνεσταλμένος είμαι όταν σκέφτομαι πως θα κάνω κάτι, τόσο τολμηρός γίνομαι έτσι και το αρχίσω στην πράξη. Μιλούσα, μιλούσα λοιπόν και σε κάποια φάση είδα τη μάνα της να πιάνει το χέρι του πατέρα της και να δακρύζει.
Μετά μίλησε ο πατέρας της και είπε ότι το τι θα κάνουμε είναι δική μας απόφαση και αν εμείς νομίζουμε ότι θα είμαστε ευτυχισμένοι μαζί, αυτοί θα στηρίξουν την απόφασή μας.
Έχοντας ως Έλληνας άλλες παραστάσεις για τις σχέσεις γονιών και παιδιών, ρωτούσα όλη την υπόλοιπη μέρα τη Μόντσε τι της είπαν ιδιαιτέρως οι γονείς της. «Απολύτως τίποτα. Αυτά που είπαν μπροστά σου, αυτά ισχύουν» μου απαντούσε συνέχεια και καιρό αργότερα, όταν γνώρισα καλύτερα τους γονείς της, κατάλαβα ότι έτσι ακριβώς ήταν.
Αυτή ήταν η κορυφαία στιγμή εκείνου του ταξιδιού, που ήταν το καλύτερο που έκανα ποτέ. Είδα πολλά πράγματα στο ταξίδι εκείνο, κάναμε τον γύρο του κέντρου της πόλης με τουριστικό λεωφορείο, πήγαμε σε πολλά μέρη του Μέξικο Σίτυ, επισκεφτήκαμε τον αρχαιολογικό χώρο του Τεοτιουακάν (εκεί βρίσκεται η μεγαλύτερη πυραμίδα προκολομβιανού πολιτισμού στην Αμερική) και το ανθρωπολογικό μουσείο του Μέξικο Σίτυ (εκπλήρωσα ένα όνειρο που είχα απ’ τα φοιτητικά μου χρόνια), αλλά αυτό που θα θυμάμαι είναι εκείνο το πρωινό που είχαμε στο Vips. Το λέω με κάθε ειλικρίνεια.
(Η προτελευταία συνέχεια μεθαύριο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου