Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Η Μυτιλήνη που γνώρισα (μέρος 4ο)

Από εκεί έστριβες στη Νομαρχία και βρισκόσουν πίσω ακριβώς από την προκυμαία.
Αν συνέχιζες, έφτανες στην πλατεία Αλυσίδας, ακριβώς στη γωνία του πάρκου της Αγίας Ειρήνης και εκεί υπήρχε μια «διχάλα»: ή έπαιρνες την Καβέτσου και ανέβαινες προς το γήπεδο ή έπαιρνες τη Βουρνάζων και πήγαινες προς τη Γραμματεία της Σχολής, στον «Πλάτανο».
Όμως μην ξεχάσω, απέναντι ακριβώς απ’ την πλατεία Αλυσίδας υπήρχε ένας φούρνος από όπου πολλές φορές παίρναμε τυρόπιτες όταν άνοιγε ο φούρνος, ξεκίναγε η καινούρια μέρα για τον φούρναρη και τελείωνε η παλιά για μας.
Ας πάρουμε λοιπόν πρώτα τη Βουρνάζων. Πάνω της ήταν ένα κτίριο της Σχολής (το κτίριο της ΑΤΕ) και απέναντί του ο ΟΤΕ.
Γιατί αναφέρω τον ΟΤΕ; Είναι φοβερό, ήταν μόλις πριν 20 χρόνια και κάτι, αφορούσε εμάς που περνιόμαστε ακόμα για νέοι/νέες και όχι τους παππούδες μας και όμως η ζωή ήταν τόσο διαφορετική.
Τηλέφωνο δεν είχε κανείς στο σπίτι του, κινητά εννοείται δεν υπήρχαν, καρτοτηλέφωνο είδα πρώτη φορά το 1994 στην Κόρινθο που ήμουν φαντάρος, οπότε πως μιλούσαμε με τους δικούς μας;
Θα έπρεπε ή να πάμε σ’ ένα περίπτερο με τηλέφωνο και μετρητή ή να πάμε στον ΟΤΕ και να περιμένουμε στην ουρά για να τηλεφωνήσουμε από έναν θάλαμο.
Και όλοι προτιμούσαμε τον ΟΤΕ από τα περίπτερα γιατί ήταν πιο οικονομικός. Περιμέναμε λοιπόν σε μακριές ουρές γιατί στη Μυτιλήνη είναι και πολλοί φαντάροι και ήθελαν και αυτοί οι φουκαράδες να τηλεφωνήσουν στα σπίτια τους.
Σ’ ένα στενάκι δίπλα στον ΟΤΕ βρισκόταν άλλο ένα κτίριο του Πανεπιστημίου το Μπίνειο. Αυτό ήταν κυρίως για τις ανάγκες της Σχολής Περιβάλλοντος, της άλλης Σχολής του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Μυτιλήνη. Είχε όμως σημασία για μας γιατί εκεί έλαβε χώρα ένα από τα πλέον κορυφαία κωμικοτραγικά επεισόδια της επίμαχης 4ετίας.
Ήταν που λέτε Γενάρης του 1991. Στη χώρα μας γινόταν τότε το «σώσε» από καταλήψεις σε σχολεία και πανεπιστήμια.
Και στη Μυτιλήνη, για να μην υστερήσουμε σε αγωνιστικότητα, είχαμε καταλήψεις τότε (παρεμπιπτόντως, χάσαμε την εξεταστική απ’ τις καταλήψεις).
Το Μπίνειο ήταν κι αυτό υπό κατάληψη και εκείνη τη νύχτα ήταν ομάδα περιφρούρησης ο φίλος μας ο Χρήστος ο Τσαρδακάς με ένα άλλο παιδί από μικρότερο έτος.
«Πάμε να κάνουμε πλάκα στον Χρήστο;», πετάει κάποιος στο Ζουμπούλι όπου εκτονώναμε το αγωνιστικό μας φρόνημα, εγώ, ο Πούλιος, ο Σπύρος, ο Μανώλης και ο Βασίλης. «Ναι, πάμε!» απαντήσαμε άπαντες οι υπόλοιποι και… πήγαμε.
Αφήσαμε τα παπάκια σε ένα μπαρ απέναντι απ’ το Μπίνειο, το «Νιρβάνα» (εμένα ποτέ δεν μου άρεσε) και μπήκαμε στο Μπίνειο (είναι το κτίριο που φαίνεται στη φωτογραφία). Ο Χρήστος και το άλλο παιδί ήταν σε ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο στο πίσω μέρος, το καταλάβαμε απ’ το αναμμένο φως.
Πήγαμε στο πίσω μέρος, κρυφτήκαμε πίσω από κάτι δέντρα και αρχίσαμε να πετάμε πετραδάκια στο παράθυρο. Κάποιος φώναζε «Έβγα έξω ρε!» και κάποιος άλλος ανέβηκε στη στέγη και έσπρωχνε μ’ ένα καδρόνι να κλείσει το παράθυρο που είχε ανοίξει ο μισοαγριεμένος, μισοτρομοκρατημένος Χρήστος.
Κάποια στιγμή όμως το καδρόνι πέρασε δίπλα απ’ το κεφάλι του Χρήστου και αυτός, νευρικός όπως ήταν, δίνει μια και σπάει το τζάμι.
Οπότε φαντάζεστε τη λαχτάρα μας (μια πλάκα είπαμε να κάνουμε όχι να βρούμε και τον μπελά μας γιατί οι καιροί ήταν δύσκολοι, λίγες μέρες πριν είχε σκοτωθεί στην Πάτρα σε μια κατάληψη ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας, αν θυμάστε), όπου φύγει φύγει τρέχοντας μέσα στα στενά (εγώ φορούσα και μπότες που ήταν της μόδας τότε και ακουγόμουν στη μισή πόλη).
Με τα πολλά χωθήκαμε και κρυφτήκαμε σ’ ένα γιαπί.
Έπρεπε όμως να πάρουμε τα παπιά, όχι μόνο για να φύγουμε αλλά και γιατί θα ήταν ενοχοποιητικό στοιχείο. «Που ήταν αυτοί οι ρεμπεσκέδες και παράτησαν έξω απ’ το Μπίνειο τα παπιά τους;» μπορούσε να ρωτήσει κάποιος.
Πάμε λοιπόν στα κλεφτά να τα πάρουμε… Και βλέπουμε έξω από το Μπίνειο ένα περιπολικό της αστυνομίας!!!
«Αυτό ήταν» σκεφτήκαμε, «η υπόθεση πήρε απρόσμενες και πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις». Ξαναγυρίζουμε στο γιαπί. Μίνι σύσκεψη. «Τι κάνουμε τώρα;». «Παιδιά, εγώ λέω να πάμε να παραδοθούμε», λέει ο Σπύρος και χωρίς να περιμένει αντίλογο σηκώνεται και βαδίζει αγέρωχος προς το Μπίνειο.
Τι να κάνουμε, από πίσω και μεις. Φτάνοντας στο Μπίνειο, είδαμε ότι η αστυνομία είχε φύγει. Πήγαμε στον πάνω όροφο, όπου είχαν μαζευτεί και άλλοι φοιτητές και θέμα της συζήτησης τους ήταν η «τραμπούκικη» επίθεση κατά του αγωνιστή φοιτητή Χρήστου Τσαρδακά (ο Σπύρος στο μεταξύ χωρίς καν να ρωτήσει τι είχε γίνει, είχε αρχίσει να μαζεύει τα σπασμένα γυαλιά απ’ το πάτωμα).
«Τι έγινε παιδιά, που ήσασταν εσείς κ.λπ.» μας ρώτησαν, «Α μωρέ, εδώ δίπλα στο Νιρβάνα κ.λπ.» εμείς. «Α ναι, περιττή η ερώτηση», λέει ένας φοιτητής από μικρότερο έτος (ο Γιώργος ο Σαρδέλης;)… τινάζοντας τη μαρμαρόσκονη απ’ το γιαπί πάνω από κάποιον από μας.
Και τότε ήταν που ο Χρήστος είπε φρυάζοντας και απευθυνόμενος προς τον Πούλιο την ιστορική φράση «Είμαι 40, για μην πω 50% σίγουρος, ότι ήσουν εσύ!».

* Μου φαίνεται έκανα ένα λάθος. Το σημείο όπου υπήρχε η «διχάλα» και άρχιζαν η Καβέτσου κσι η Βουρνάζων, δεν λεγόταν «πλατεία Αλυσίδας», αυτή ήταν παραπάνω. Δεν θυμάμαι όπως πως λεγόταν εκείνο το σημείο στη γωνία του πάρκου της Αγίας Ειρήνης, απέναντι απ’ το Γυμνάσιο.

Συνεχίζεται…

3 σχόλια:

  1. Καταπληκτική η αφήγηση σου φίλε μου καλέ για τα γεγονότα στο "Μπίνειο"!!! Θα συμπληρώσω ότι αμέσως μετά έγινε γενική συνέλευση των φοιτητών του Τμήματος με πρωτοβουλία της Λιάνας και της Ευφροσύνης, με σκοπό να αναζητηθούν οι υπαίτιοι και τα κίνητρα τους για το συμβάν!!! Τιμήθηκε η αγωνιστική συμπεριφορά του Χρήστου και τότε ήταν που γελοιοποιήθηκε η παράσταση καίγοντας ο Βασίλης τα ΛΟΤΤΟ & τα ΠΡΟΠΟ του Σταύρου κάτω από την καρέκλα του Χρήστου!!! Έγινε πανδαιμόνιο και εγώ τραγουδούσα το σουξέ της τότε εποχής της Κωνσταντίνας "φωτιά, φωτιά είναι ο έρωτας που ζούμε!!! φωτιά, φωτιά έλα απόψε να καούμε"...!!! Τότε ακούστηκε η φωνή της Λίανας να λέει "στο Παν/μιο έχουν εισχωρήσει ασντικαταληψίες και θα τους βρούμε..."!!! Άσε φίλε δέν ξεχνιούνται τέτοιες πλάκες!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θυμάμαι τη φάση με το ΛΟΤΤΟ όμως είχα την εντύπωση ότι έγινε μέσα σε μια παράδοση.
    Επίσης θυμάμαι ότι μετά την ιστορία στο «Μπίνειο», εσύ έμεινες για να ηρεμήσεις τον Χρήστο και μήπως και καταφέρεις να μπαλώσεις κάτι ενώ οι υπόλοιποι πήγαμε, σαν να μην τρέχει τίποτα, στο «Φανάρι» για πατσά.
    Μάλιστα εκεί μας βρήκε ένας άγνωστος μεθυσμένος, που μας έψαχνε απ’ το «Ζουμπούλι».
    Ήρθε από πίσω μας και μας φώναξε «Ωπ, σας έπιασα!» και μεις φοβηθήκαμε γιατί νομίσαμε πως ήταν η αστυνομία που μας έψαχνε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δέν μπορούσε να μπει σε μάθημα, η φωτιά!!! Στην συνέλευση έγινε και ήταν η αφορμή να διαλυθεί και να μήν ξεκαθαρίσουν ποιοι πήγαν στο Μπίνειο και γιατί το κάνανε!!! ο γνωστός - άγνωστος μεθυσμένος ήταν στο Ζουμπούλι και μας έλεγε για τίς πουτάνες της Μυτιλήνης!!! Ήταν ένα φαλακρός ξανθοτρίχης μουσάτος, που στο Φανάρι - δεν ήμουν εγώ - πήγε κι αυτός για πατσά και μάλιστα με δύο γκόμενες από ότι μου είπατε!!! εγώ έμεινα στο Μπίνειο πέρα από το να μπαλώσω τα πράγματα αλλά και για να φέρω τζαμά για να φτιάξω το σπασμένο τζάμι με την οικονομική συνδρομή όλων όσων είχαμε προκαλέσει την ζημιά που έκανε ο Χρήστος!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή