Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Ο λοχαγός Diego Alatriste (μέρος 2ο)



Πάντα η ίδια διαδικασία κάθε απόγευμα που σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι.
Πατάω το CD-player και ο Serrat αρχίζει. «Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος, τον δρόμο τον κάνουμε εμείς περπατώντας…».
Τώρα πια όλα είναι δύσκολα ακόμα και αυτός ο απογευματινός καφές να ετοιμαστεί. Τι να κάνουμε; Έπεσαν όλα μαζί. Η κρίση που μας χτύπησε στο πορτοφόλι και στη διάθεση, τα προβλήματα υγείας και άλλα πολλά.
«Και οι καημένοι οι στρατιώτες μας όταν γύριζαν στην πατρίδα και δεν θάβονταν όπως όπως στη Φλάνδρα, στην Αμερική, στις Φιλιππίνες ή όπου αλλού, μαζεύονταν στις εκκλησίες, πολλοί απ’ αυτούς σακατεμένοι, δείχνοντας στον κόσμο τα πιστοποιητικά αποστρατείας και τις πληγές τους ζητιανεύοντας.
Εξακολουθούσαν όμως να μας φοβούνται. Και στο άκουσμα των τυμπάνων των ταγμάτων μας πάγωνε ο κόσμος όλος σαν να αντηχούσε ο ίδιος ο εξαποδώ».
Ακόμα και τώρα ονόματα όπως Σωκράτης, Πλάτωνας, Πυθαγόρας, Αριστοτέλης λέγονται με δέος.
Δεν είμαι εθνικιστής, κάθε άλλο, αλλά το λέω συχνά: η Ελλάδα δεν είναι οποιαδήποτε χώρα.
Το ένιωσα αυτό όταν πριν από χρόνια στο Μεξικό με κάλεσαν και έδωσα μια διάλεξη σε ένα σχολείο μόνο και μόνο επειδή ήμουν Έλληνας.
Το ένιωσα πολλές φορές στο εξωτερικό όταν μιλούσα για την Αρχαία Ελλάδα και ο κόσμος μαζεύονταν γύρω μου για ν’ ακούσει.
Νόμιζα ότι είναι υπερβολή αλλά το όνειρο πολλών ανθρώπων έξω είναι ν’ ανέβουν μια μέρα στην Ακρόπολη. Και γνώρισα πολλούς που το έκαναν και το θυμόνταν σαν το μεγαλύτερο πράγμα που έκαναν στη ζωή τους.
Πως φτάσαμε εδώ; Ο νεαρός ακόλουθος του Diego Alatriste θα πει γιατί όλα αυτά. «Ένας βασιλιάς με καλές προθέσεις αλλά ανίκανος, μια αριστοκρατία στείρα και ένας κλήρος ανόητος και φανατικός, μας οδηγούσαν στην άβυσσο και στη φτώχεια γι’ αυτό και προτιμούσαμε να αναζητήσουμε την εύνοια της τύχης, να πολεμήσουμε στη Φλάνδρα ή να κατακτήσουμε την Αμερική… Τα εργαστήρια μας έκλεισαν, η γη μας ερήμωσε και η Ισπανία φτώχυνε. Και καταλήξαμε να γίνουμε μια λεγεώνα τυχοδιωκτών, έπειτα ένα έθνος ευγενών-επαιτών και τελικά ένας όχλος επονείδιστων Σάντσο Πάντσα».
Αλλά πρέπει να τα καταφέρουμε.
Για να είναι και τα παιδιά μας περήφανα που έχουν μια καλή πατρίδα και να ακούν τους άλλους να μιλάνε με δέος για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Πυθαγόρα, τον Αριστοτέλη, τον Λεωνίδα, τον Μέγα Αλέξανδρο και όλους τους άλλους.
Τώρα πια πάω πολύ νωρίς για ύπνο.
Το βιβλίο και η καρτούλα της Αντρεούλας είναι εκεί, πάνω στο κομοδίνο. Καληνύχτα ψυχούλα μου. Και γω σ’ αγαπάω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου