Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Κάποτε στο Μεξικό – Η επιστροφή (Μέρος 5ο)



Τι είναι η ευτυχία; Ένα χαμόγελο προς εσένα από τον άνθρωπο που αγαπάς περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στη ζωή.
Φοβόμουν ότι η Αντρεούλα τις πρώτες μέρες θα κρατάει μια απόσταση από μένα όχι γιατί θα της ήμουν άγνωστος αλλά γιατί θα «με ντρεπόταν» τόσο καιρό που δεν με είχε δει (αν και έκανα κρυφά σχέδια για το πώς θα της έδειχνα την αγάπη μου με το πρόβλημά μου να με περιορίζει πολύ).
Όμως η Αντρεούλα δεν φάνηκε να με ντρέπεται και τόσο. Περίμενε πάνω στο πεζοδρόμιο με τους παππούδες της και είχε ένα αμήχανο, διστακτικό να πω καλύτερα, χαμόγελο μόλις με είδε να βγαίνω απ’ το αυτοκίνητο.
Κάτι είδα να της λένε οι παππούδες, που συνοδεύθηκε από ένα ενθαρρυντικό χτυπηματάκι στην πλατούλα (προφανώς την παρότρυναν να έρθει κοντά μου) και η Αντρεούλα ήρθε δειλά δειλά, όχι τρέχοντας είναι η αλήθεια, και με αγκάλιασε.
Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι θα ήθελα να υπήρχε κάτι, σαν μια φωτογραφική μηχανή για παράδειγμα, που θα μπορεί να τραβάει όχι μόνο τις εικόνες, αλλά και το πώς νιώθουμε τη συγκεκριμένη στιγμή για να μπορούμε να τα ξανανιώθουμε κάθε φορά που θα βλέπουμε αυτό το πράγμα, τη φωτογραφία ή οτιδήποτε θα ήταν αυτό.
Άσε που πολλές φορές απ’ την ταραχή μας αντιδρούμε μηχανικά σε κάποιες «ιστορικές στιγμές» (έτσι τις λέω εγώ) και δεν νιώθουμε αυτή την ευτυχία ή τη συγκίνηση για την οποία ήμαστε προετοιμασμένοι. Γι’ αυτό θα έπρεπε να υπάρχει αυτό το μηχάνημα.
Η ευτυχία μου εκείνη την ώρα δεν μπορεί να περιγραφεί. Εκείνο το πεζοδρόμιο ανέβαινε, ανέβαινε, και τελικά έφτανε ως τον ουρανό.
Συνειδητοποίησα αμέσως πόσο μεγάλωσε, είναι κοριτσάκι τώρα.
Η αλήθεια είναι ότι μου είχαν λείψει και τα πεθερικά μου, που είναι πολύ καλοί άνθρωποι. Τους αγκάλιασα και αυτούς ζεστά και έκανα τις απαραίτητες συστάσεις για τον φίλο μου τον Χατζησοφιά.
Ευτυχώς όπως έγραψα ήδη, ο καιρός ήταν πολύ καλός και ιδίως τα βράδια ήταν δροσερός (τη μέρα ακόμα και στον πιο κρύο μήνα της Veracruz είχε αρκετή ζέστη) γιατί τώρα με το πρόβλημά μου η ζέστη είναι σκέτος εφιάλτης για μένα.
Περάσαμε πρώτα στο σπίτι τον γονιών της Μόντσε για τα απαραίτητα σε τέτοιες περιπτώσεις «καλώς ήρθατε» και «καλώς σας βρήκαμε». Αυτή θα ήταν η βάση μας τις επόμενες μέρες αφού εκεί τρώγαμε συνήθως, εκεί πίναμε τη μεσημεριανή μας τεκίλα πριν το φαγητό (για μένα media-media, μισή-μισή με χυμό ή αναψυκτικό), εκεί κατεβαίναμε το απογευματάκι για να παίξουμε λοτερία ή να πούμε καμιά κουβέντα με ένα καφέ κ.λπ.
Εκεί έδωσα σε όλους τα δώρα που είχα φέρει (στην Αντρεούλα είχε πάρει από κάτι ένα σωρό κόσμος) και εκεί διαπίστωσα (ξανά) πόσο μεγάλωσε η Αντρεούλα και το τεχνικό πρόβλημα που θα είχαμε στην επικοινωνία μας: η Αντρεούλα μιλούσε πλέον μόνο ισπανικά.
Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου