Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Κάποτε στο Μεξικό – Η επιστροφή (Μέρος 3ο)



Η πτήση για Φρανκφούρτη ήταν σχετικά καλή, παρόλα αυτά μια ανησυχία την είχα γιατί δεν μπορώ με τίποτα να συνηθίσω το αεροπλάνο.
Μάλλον είναι αυτή η ιδέα ότι βρίσκεσαι στον αέρα και αισθάνεσαι πολύ ευάλωτος. Αλλά αν το σκεφτείς λογικά είναι το ασφαλέστερο μεταφορικό μέσο. Έτσι λένε.
Σύμφωνοι, ακούμε κάμποσες φορές για αεροπορικά ατυχήματα κ.λπ. αλλά πιστεύω είναι επειδή αυτά τα ατυχήματα είναι «θεαματικά», «εμπορικά», πώς να το πω;
Τα παρουσιάζουν τα μίντια ενώ με τα υπόλοιπα ατυχήματα, τα τροχαία, ποιος ασχολείται;
Εγώ πάντως όταν το σκέφτομαι λογικά και ψύχραιμα μου φαίνεται ότι το πιο «επικίνδυνο» μεταφορικό μέσο πρέπει να είναι το πλοίο. Αλλά λογικά και ψύχραιμα δεν μπορώ να σκεφτώ όταν είμαι στον αέρα…
Στη Φρανκφούρτη είχαμε το απαραίτητο τσιγάρο για τον εξαρτημένο συνταξιδιώτη μου, που πάντως είχε μαζί του και ως υποκατάστατο ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο που μου έκανε εντύπωση γιατί δεν είχα ξαναδεί (η τεχνολογία στην υπηρεσία του καπνιστή).
Στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης μπορούσες να καπνίσεις σε κάτι ειδικά δωμάτια, smoking lounges τα έλεγαν (πάνω φωτ.), στα οποία μόλις έμπαινες αισθανόσουν περίπου πρωτόγονος και ένοχος προς την κοινωνία.
Ίσως ήταν και αυτός ένας τρόπος μείωσης του καπνίσματος αν και τα αποτελέσματα μάλλον πενιχρά θα ήταν αν κρίνω και από την προσκόλληση και εμμονή του συνταξιδιώτη μου στο κάπνισμα (μία από τις πρώτες λέξεις που έμαθε στα ισπανικά ήταν fumar, καπνίζω).
Τελοσπάντων, μετά από μία στάση 4,5 ωρών στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης, μπήκαμε στο αεροπλάνο που θα μας μετέφερε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Η γνωστή διαδρομή, ανάμεσα Δανία και Αγγλία, Γροιλανδία, Καναδάς (τελικά ο Καναδάς δεν είναι και τόσο μακριά) για να κατεβούμε μετά στις Η.Π.Α. (ήταν πράγματι παγωμένες οι βόρειες πολιτείες, καλά έλεγαν στην τηλεόραση) και τελικά στο Μεξικό.
Η πτήση δεν ήταν και άσχημη αλλά δώδεκα ώρες στο αεροπλάνο δεν περνάνε με τίποτα.
Είχα μεριμνήσει και είχα πάρει ένα βιβλίο, το «Το Τανγκό της Παλιάς Φρουράς» του Ρεβέρτε, αλλά και πόσο να διαβάσεις έτσι άβολα καθισμένος στο κάθισμα του αεροπλάνου και με το μυαλό συνέχεια στο κακό;
Ήταν βραδάκι στο Μεξικό όταν επιτέλους φτάσαμε (στην Ελλάδα είχε πια περάσει η μέρα και ήταν ξημερώματα της επόμενης).
Ευτυχώς μας περίμενε στην έξοδο του αεροπλάνου, όπως και σε κάθε αεροδρόμιο, ένα αναπηρικό αμαξίδιο αλλιώς θα υπήρχε σοβαρό πρόβλημα έτσι τεράστιο που είναι το αεροδρόμιο του Μέξικο Σίτυ.
Στον χώρο του ελέγχου των διαβατηρίων πρόσεξα καλύτερα τις τοιχογραφίες που καλύπτουν ολόκληρο τον τοίχο και που για μένα έχουν γίνει πια συνώνυμο του αεροδρομίου της πόλης: απεικονίζουν σκηνές από την ιστορία του Μεξικού, πριν από την άφιξη των Ισπανών κατακτητών ως τον 20ο αι.
Μετά από μια μικρή περιπέτεια στον έλεγχο των διαβατηρίων που μας στοίχισε την παραμονή για δύο ώρες σε ένα δωματιάκι του αεροδρομίου σαν φυλακή, απ’ όπου δεν επιτρεπόταν ούτε στο κινητό ν’ απαντήσεις (μικρολεπτομέρειες ανάξιες ν’ ασχοληθούμε περισσότερο), φτάσαμε στην πύλη αφίξεων του αεροδρομίου.
Εκεί μας περίμενε η Μόντσε, ο αδελφός της ο Δάντε και ένας ανιψιός της που είχαν έρθει να μας προϋπαντήσουν απ’ τη Βερακρούζ…
Η Μόντσε  μου φάνηκε το ίδιο όμορφη όπως εκείνη τη μέρα εκείνου του Σεπτέμβρη του 2005 όταν, άγνωστη ακόμα για μένα, την είδα και την ξεχώρισα ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων που βρίσκονταν τότε στο αεροδρόμιο (δεν της το είπα όμως).
Παρά τον προηγούμενο φόβο και άγχος μου (ε, πάνω από ένα χρόνο είχα να τη δω) το μόνο συναίσθημα που αισθάνθηκα ήταν μια μεγάλη χαρά που στην κατάστασή μου δεν μπορώ να εκφράσω εύκολα και έτσι αρκέστηκα σε μια ζεστή αγκαλιά.
Σκεφτήκαμε να συνδυάσουμε το βραδινό μας (φαγητό εννοείται) με μια βόλτα με το αυτοκίνητο απ’ την Colonia Condesa και τα πέριξ της, για να πάρει μια γεύση ο Χατζησοφιάς απ’ τα μέρη που γύριζα όταν ήμουν υγιής και να ξαναθυμηθώ ακριβώς το ίδιο εγώ, μέρες που τώρα μου φαίνονται ότι ανήκουν σε μια περασμένη ζωή.
Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος, έχω συνδέσει το Μέξικο Σίτυ με την Alfonso Reyes με το διαχωριστικό της στη μέση (μεσαία φωτ.), γι’ αυτό και αναφώνησα, όπως σίγουρα θα έκανε η Αντρεούλα, «Η Alfonso Reyes!!!», μόλις είδα ένα αργεντινέζικο εστιατόριο-μπαρ που πάντα έβαζα σημάδι.
Και επειδή ως Έλληνες τουρίστες (πρέπει να αντικατέστησε αντίστοιχη φράση με πρωταγωνιστές κατοίκους  γειτονικής χώρας) θέλαμε να φάμε φολκορικά, πήγαμε σε μια κοντινή taquería.
Τα tacos θα ξέρετε ότι είναι πίτες τορτίγια που έχουν μέσα ψιλοκομμένο κρέας (συνήθως χοιρινό σε γύρο όπως στη δική μας πίτα γύρο). Είναι μικρά, τα φέρνουν ανοιχτά στο πιάτο και τα τυλίγεις εσύ με τα δάχτυλα.
Φαντάζομαι ο tacos pastor που έφαγα είναι αντίστοιχος του «απ’ όλα» εδώ και έχει μέσα κόλιανδρο, ανανά (!) και κάτι άσπρο ψιλοκομμένο που δεν κατάλαβα τι είναι.
Ω του θαύματος, η taquería που πήγαμε τελικά, ήταν η ίδια που είχαμε φάει το 2007 με τη Μόντσε και είχα απαντήσει στην ερώτησή σχετικά με το πόσα tacos θα φάω «ξέρω γω; Καμιά 10αριά» (κάτω φωτ.).
Τελικά φάγαμε λιγότερα από δέκα ο καθένας και για να μας θυμούνται ξεχάσαμε και το ηλεκτρονικό τσιγάρο του Χατζησοφιά εκεί.
Την επόμενη μέρα θα αναχωρούσαμε για Veracruz.
Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου