Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 1ο)



Αν παρουσιαστώ τελικά μπροστά στον Άγιο Πέτρο όταν πεθάνω και με ρωτήσει ποια σημαντικά πράγματα θυμάμαι απ’ τη ζωή μου, θα του πω για δύο: Για τη μεγάλη περιπέτεια υγείας που είχα με το εγκεφαλικό που έπαθα στις 13/12/2009 και για την ιστορία που θα αρχίσω να διηγούμαι σήμερα.
Δεν είναι ότι είμαι (τόσο) ρομαντικός ή νερόβραστος αν προτιμούν μερικοί, αλλά πρόκειται πραγματικά για μια σπάνια ιστορία αγάπης από αυτές που συμβαίνουν μόνο μια φορά στη ζωή μας. Ή πολλές ζωές μπορεί να περάσουν και μην συμβεί σε καμιά μια τέτοια ιστορία.
Θέλω να διευκρινίσω ότι πραγματικά αισθάνομαι ότι κάνω κατάχρηση αυτού εδώ του blog γιατί πρόκειται να γράψω για πράγματα που, ενώ έχουν μεγάλη αξία για μένα, νομίζω ότι δεν έχουν και μεγάλη σημασία για τους άλλους.
Η ιστορία φαντάζομαι πως άρχισε ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 2005 σ’ ένα μπαρ της πόλης μας. Ο αδελφός μου, που προφανώς δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει εκείνο το βράδυ, πήγε σ’ εκείνο το μπαρ να πιει ένα ποτό. Έτυχε εκείνο το βράδυ στο συγκεκριμένο μπαρ να διοργανώνει ένα πάρτυ μια μάρκα τεκίλας (δεν έχει και τόση σημασία ποια μάρκα, ή μάλλον έχει, η Olmeca ήταν). Με το που έπινες ένα σφηνάκι τεκίλα, έριχνες και ένα λαχνό για ένα διαγωνισμό. 10 τυχεροί θα κέρδιζαν ένα ταξίδι για 2 άτομα στο Μεξικό. Ο αδελφός μου, αν και δεν τα κυνηγούσε αυτά, έριξε τον λαχνό του και αυτό ήταν το σημείο της βραδιάς που ξεκίνησε την ιστορία μας.
Μετά από κάμποσες μέρες πήραν τηλέφωνο σπίτι απ’ την Olmeca και έτυχε να το σηκώσω εγώ. «Συγχαρητήρια, κερδίσατε ένα ταξίδι στο Μεξικό» μου είπε μια φωνή απ’ την άλλη άκρη του τηλεφώνου. «Τους κερατάδες με δουλεύουν» σκέφτηκα και λες και με άκουσε η φωνή συνέχισε «… Ναι αλήθεια, θα το γράψει αύριο το Έθνος». Και πράγματι, το Έθνος το έγραψε την επόμενη μέρα.
Ο αδελφός μου είχε κερδίσει λοιπόν ένα ταξίδι στο Μεξικό!
Αυτός όμως δεν είναι καθόλου φαν των ταξιδιών και αμέσως μου είπε να πήγαινα εγώ στη θέση του. Ούτε και εμένα όμως μου άρεσαν τότε τα ταξίδια και το να πάω στο Μεξικό μου φαινόταν, πώς να το πω… too much.
Με τη σειρά μου σκέφτηκα να το δώσω στον φίλο μου τον Χατζησοφιά να πάει με τη γυναίκα του αλλά ανέκυπτε ένα πρόβλημα: μόνο συγγενείς των τυχερών μπορούσαν να πάνε στη θέση τους. Έκανα κόμπο την καρδιά και μπροστά και στην απειλή Χατζησοφιά «… και κοίτα μην πας με κανέναν (καμία) άλλον, δεν θα σου ξαναμιλήσω» το αποφάσισα: θα πήγαινα εγώ με τον Χατζησοφιά.
Όλο το καλοκαίρι του 2005 ενημερωνόμουν από το ίντερνετ για τα του ταξιδιού και για τα μέρη που θα επισκεπτόμασταν: Αράντας (όπου και το αποστακτήριο της Olmeca) – Γκουανταλαχάρα – Πλάγια δελ Κάρμεν. Από την Πλάγια δελ Κάρμεν θα ξεκινούσαμε μερικές άλλες ημερήσιες εκδρομές σε κοντινά μέρη. Όσο πήγαινε και έμπαινα στη διαδικασία του ταξιδιού.
Φαινόταν ότι ήταν αλήθεια τελικά. Θα πήγαινα στο Μεξικό, έναν τόπο μυθικό για μένα απ’ τα παιδικά μου χρόνια ως η πατρίδα του Πεπίτο Γκονζάλεζ και τα χρόνια μου στη σχολή ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο ως η πατρίδα των Μάγιας και των Αζτέκων και ο τόπος του μεγαλύτερου ανθρωπολογικού μουσείου του κόσμου στην πρωτεύουσά του (ονειρευόμουν να το επισκεφτώ μια μέρα) και μυθικών πόλεων και πολιτισμών: Τενοτστιτλάν, Τσιτσέν Ιτζά, Τουλούμ, Παλένκε… (ναι αλήθεια, ήξερα από πριν γι’ αυτούς τους τόπους).
Το ταξίδι ήταν προγραμματισμένο να αρχίσει στις 25 Σεπτέμβρη (του 2005, να μην ξεχνιόμαστε). Θα πετούσαμε πολύ πρωί από Αθήνα για Φρανκφούρτη, από κει με μία ασύλληπτη πτήση 12 ωρών θα περνούσαμε τον Ατλαντικό, θα προσγειωνόμασταν στο Μέξικο Σίτυ και από εκεί αμέσως θα πετούσαμε για Γκουνταλαχάρα.
Τρομερό δεν ακούγεται; Ξέρετε με ποια λογική έφευγα; Το είχα πάρει απόφαση πως δεν θα γυρνούσα ζωντανός στην Ελλάδα με τόσα αεροπλάνα. Αυτό ήταν το δεδομένο. Αν λοιπόν γινόταν το μοιραίο, εντάξει δεν έγινε και τίποτα, θα συνέβαινε το αναμενόμενο, αν όμως ξαναγυρνούσα ζωντανός αυτό θα ήταν η μεγάλη επιτυχία και είχα αποφασίσει από πριν να αναθεωρήσω πολλές απόψεις και στάσεις έτσι και τη γλίτωνα.
Πήγαμε λοιπόν με τον Χατζησοφιά από το προηγούμενο βράδυ στο αεροδρόμιο, αφού δεν βόλευαν τα δρομολόγια των λεωφορείων απ’ τις πόλεις μας γιατί η πτήση ήταν πολύ πρωί. Τη βγάλαμε όλη νύχτα στο αεροδρόμιο με καφέδες και ερωτήσεις του τύπου «Που πάμε; Το σκεφτήκαμε καλά;».
Αργά τη νύχτα μια τύπισσα μπροστά στην καφετέρια που καθόμασταν σηκώνει ένα χαρτί που έγραφε «Olmeca» και γύρω της άρχισαν να συγκεντρώνονται μερικοί άλλη τύποι, οι μελλοντικοί συνταξιδιώτες μας. Εκεί λοιπόν πήγαμε και κολλήσαμε και εμείς. Η Ελευθερία, έτσι λέγανε την τύπισσα της Olmeca, που θα ήταν και η αρχηγός του γκρουπ, διάβασε τα ονόματα των τυχερών (με μεγάλη ανακούφιση ακούσαμε και το όνομα του αδελφού μου) και μας έδωσε κάποιες σύντομες οδηγίες.
Τελικά στο γκρουπ ήμασταν 16 άτομα (κάποιοι προφανώς δεν ήρθαν) και στις 6.15 (δεν παίρνω και όρκο) η περιπέτεια άρχισε: ξεκίνησε η πρώτη πτήση Αθήνα – Φρανκφούρτη…
(η συνέχεια αύριο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου