Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 6ο)



Το απόγευμα φύγαμε για τα Τρίκαλα όπου μένω. Εκεί η Μόντσε γνώρισε πρώτη φορά τους δικούς μου (είχε φέρει ένα αγαλματάκι της Παναγίας δώρο στη μάνα μου γιατί της είχα πει ότι πολύ θρησκευόμενη). Πήγαμε και μια εκδρομή στη Μακρινίτσα που της άρεσε πολύ (την έλεγε «Μαγειρίτσα»).
Εκείνες οι μέρες, μαζί με τις μέρες του επόμενου ταξιδιού που θα έκανα στο Μεξικό, ήταν με διαφορά οι πιο ευτυχισμένες της ζωής μου.
Κάθε φθινόπωρο που έχει το δροσερό αεράκι εκείνου του Σεπτέμβρη μου έρχεται στο νου πως τρώγαμε πρωινό στη βεράντα του διαμερίσματός μου στα Τρίκαλα (και σοβαρά τώρα, μου έρχεται επίσης στο νου η κρέμα Rio Mare που είχα αγοράσει για να φτιάχνω μεζεδάκια).
Επειδή όμως είναι γεγονός ότι τα καλά πράγματα τελειώνουν γρήγορα, οι μέρες πέρασαν σαν νερό και ήρθε η μέρα που έπρεπε να φύγει απ’ την Ελλάδα (θα έμενε πάλι στην Ισπανία μερικές μέρες, στη Βαρκελώνη αυτή τη φορά που είχε κάνει μεταπτυχιακά).
Να πω την αλήθεια δεν ήξερα αν είχαμε κάτι και τι ακριβώς ήταν αυτό, αλλά α) αν και δεν ήμουν σίγουρος ότι θα την ξανάβλεπα, δεν το απέκλεια κιόλας, όπως την πρώτη φορά και β) μου κόλλησε να της πάρω κάτι να με θυμάται. Ως προς αυτό το δεύτερο, πετάχτηκα το πρωί της μέρας που θα φεύγαμε, αγόρασα ένα δαχτυλίδι και το έριξα στην τσέπη του παντελονιού μου.
Μείναμε το βράδυ στην Αθήνα και την άλλη μέρα τα πρωί πήγαμε στο αεροδρόμιο. Εκεί που περιμέναμε στην ουρά για το check in φανερώνω το δαχτυλίδι! «Σ’ ευχαριστώ για τις όμορφες μέρες που μου χάρισες κ.λπ. κ.λπ.». Εκείνη ξαφνιάστηκε αλλά χάρηκε, και όπως μου είπε αργότερα, τις επόμενες μέρες κοιτούσε το δαχτυλίδι και σκεφτόταν αυτή την παράξενη ιστορία.
Οι επόμενες μέρες ήταν οδυνηρές για μένα (κλισέ, αλλά δεν μπόρεσα να βρω άλλη έκφραση) και ιδίως τα επόμενα Χριστούγεννα τη σκεφτόμουν πάρα πολύ πολύ. Ήμουν τρελαμένος εκείνον τον καιρό και λίγο μετά τις γιορτές έκανα την τρέλα που απ’ ότι λένε ο καθένας δικαιούται να κάνει μια φορά στη ζωή του: έκλεισα εισιτήρια απ’ το ίντερνετ για Μεξικό μέσω Μαδρίτης.
Για όσους με ξέρουν, αυτή ήταν η υπέρτατη απόδειξη του σημείου που είχα φτάσει. Το να πάω μόνος μου στο Μεξικό ήταν όχι απλά υπέρβαση αλλά κάτι το εξωφρενικά εξωφρενικό για μένα εκείνα τα χρόνια. Το έκανα χωρίς να το πολυσκεφτώ και όταν πάτησα το τελευταία κουμπί στο site της Iberia το έκανα γρήγορα γρήγορα μην τύχει και το μετανιώσω.
Το μεγάλο μου άγχος ήταν μην και χαθώ στο αεροδρόμιο της Μαδρίτης που θα άλλαζα αεροπλάνο, γι’ αυτό ενημερώθηκα λεπτομερέστατα απ’ το ίντερνετ:  Η πτήση Αθήνα – Μαδρίτη θα προσγειωνόταν στο terminal 4 και η πτήση Μαδρίτη – Μέξικο Σίτυ θα έφευγε από το terminal 4S. Οι δύο τερματικοί σταθμοί συνδέονται με ένα μικρό τρενάκι το οποίο έπρεπε να πάρω. Ξέρετε ποια είναι η μεγάλη απορία μου; Πως μια γιαγιά ή ένας μπάρμπας βρίσκουν άκρη σε ένα αεροδρόμιο, αν μάλιστα δεν είναι και ντόπιοι για να μιλούν τη γλώσσα;
Η πτήση ήταν για τις 14/3 (του 2008 πια) και πήγα στην Αθήνα απ’ την προηγούμενη. Εκείνο το βράδυ ψιλόβρεχε και θυμάμαι ότι άκουγα στο mp3 την κιθάρα να παίζει τη μουσική της ταινίας «Κάποτε στο Μεξικό», χαζεύοντας τις σταγόνες της βροχής στα τζάμια του λεωφορείου – φανταστείτε τι καψούρα είχα! Τελικά, επειδή συνδέω τραγούδια με καταστάσεις, η μουσική αυτή, όπως και το τραγούδι «Its a pity» της Tanya Stephens, που ήταν πολύ της μόδας εκείνον τον καιρό, έγιναν τα soundtracks εκείνου του ταξιδιού.
Απ’ το ταξίδι εκείνο δεν θυμάμαι και πολλά (απ’ τις πτήσεις εννοώ) γιατί ήταν απ’ τις περιπτώσεις όπου σημασία είχε ο προορισμός και όχι το ταξίδι. Θυμάμαι μόνο ότι αυτή τη φορά είχα προνοήσει και είχα πάρει μαζί ένα βιβλίο στο αεροπλάνο. Ήταν «Ο ζωγράφος των μαχών» του Αρτούρο Πέρεθ – Ρεβέρτε, που το διάβασα όλο στο πήγαινε και στο έλα του ταξιδιού.
Στο αεροδρόμιο του Μέξικο Σίτυ η ίδια ιστορία ξανά. Ευθεία μπροστά απ’ τις καφετέριες και μετά αριστερά στα σκαλάκια κάτω για τις διατυπώσεις. Εκεί στον τοίχο απέναντι, έχει μια τεράστια τοιχογραφία σε στυλ Ντιέγο Ριβέρα και συνειδητοποίησα ότι είμαι στο ίδιο μέρος, μετά 2,5 χρόνια, αλλά αυτή τη φορά το χτυποκάρδι μου δεν περιγράφονταν (άλλο κλισέ). Δεν ήταν άγχος εκείνο το πράγμα, ήταν κάτι άλλο αλλά δεν θέλω να γεμίσω το κείμενο με φράσεις – κλισέ.
Παρέλαβα τη βαλίτσα μου και εκεί που ήμουν γυρισμένος άκουσα το όνομά μου. Η Μόντσε με είχε δει πρώτη και όταν αιφνιδιάζομαι πάει στο βρόντο αυτό που είχα στο μυαλό μου να κάνω. Κάπως αλλιώς φανταζόμουν τη στιγμή που θα την ξαναέβλεπα. Αρκεστήκαμε λοιπόν σ’ ένα θερμό αγκάλιασμα και στα λόγια που λέγονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις (αν και η δική μας περίπτωση δεν είχε φαντάζομαι και τόση σχέση με άλλες περιπτώσεις). Λόγια μεταξύ αμηχανίας, ενθουσιασμού  και έντασης.
Φορούσε ένα γκρι ταγέρ με παντελόνι γιατί είχε έρθει κατευθείαν απ’ τη δουλειά της και σκέφτηκα την τεράστια διαφορά γιατί εγώ πήγαινα/πηγαίνω στη δουλειά ντυμένος όπως ο μέσος εργαζόμενος γραφείου στην Ελλάδα, φαντάζεστε πως.
(η συνέχεια μεθαύριο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου