Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Κάποτε στο Μεξικό (μέρος 11ο & τελευταίο)



Τη δεύτερη μέρα πήγαμε απ’ το πρωί στη Μύκονο. Ο καιρός είχε φτιάξει, αλλά ακόμα ήταν συννεφιασμένος και είχα ήδη εγκαταλείψει το σχέδιο με το κατάστρωμα. Σχέδιο Β δεν υπήρχε, έτσι έβαλα το CD και το μονόπετρο σ’ ένα σακίδιο που θα έπαιρνα μαζί στη Μύκονο και βλέποντας και κάνοντας σκέφτηκα.
Ήταν η πρώτη φορά λοιπόν και για μένα στη Μύκονο και, εντάξει, μου άρεσε. Πολλοί θέλουν να δείξουν ότι πάνε κόντρα στο ρεύμα και λένε ότι η Μύκονος δεν τους αρέσει, αλλά για μένα είναι πολύ όμορφη. Πολύ γραφική.
Και πολύ ακριβή επίσης (σημειώστε και αυτό γι’ αργότερα).
Περπατήσαμε λοιπόν στα σοκάκια και βγήκαμε μέχρι τη Μικρή Βενετία. Νοικιάσαμε και ένα μηχανάκι και πήγαμε για μπάνιο στον Ορνό που ήταν η πιο κοντινή παραλία (εκεί πληρώσαμε τα μαλλιοκέφαλά μας στις ξαπλώστρες).
Το βράδυ φάγαμε μέσα στην πόλη και είπαμε να περπατήσουμε λίγο. Χαθήκαμε μέσα στα στενά και τελικά βγήκαμε και γω δεν ξέρω που. Πάντως ήταν μια καφετέρια εκεί και είπαμε να καθίσουμε για μια σοκολάτα (ήταν αργά, λίγο πριν τα μεσάνυχτα). Καθίσαμε έξω και ήταν εκεί ακόμα 3-4 άλλες παρέες.
Το μέρος ήταν πολύ ωραίο και, ωπ, στο λεπτό τροποποίησα το σχέδιο για το μονόπετρο και σκέφτηκα ότι και εκεί ήταν πολύ όμορφο σκηνικό γι’ αυτό που θα έκανα.
Πήρα με τρόπο το CD απ’ το σακίδιο και το έβαλα στην τσέπη του παντελονιού (εκεί ήταν που η Μόντσε νόμισε ότι μετρούσα τα λεφτά μου γιατί, λέει, γκρίνιαζα όλη μέρα για το πόσο ακριβά ήταν στον Ορνό).
Προφασίστηκα ότι θα πήγαινα στην τουαλέτα και μπήκα μέσα. Εκεί ρώτησα μια κοπέλα αν μπορούσαν να παίξουν το τραγούδι που ήταν στο CD και της εξήγησα γιατί. Αυτή μου είπε ότι θα το έπαιζαν αν ταίριαζε με το στυλ του μαγαζιού ώστε να μην προσβάλουν και τους άλλους πελάτες (φοβηθήκαν μην ήταν τίποτα σκυλάδικα προφανώς).
Μετά από λίγη ώρα ένας σερβιτόρος ήρθε στο τραπέζι μας και, αφού ρώτησε αν η κοπέλα καταλαβαίνει ελληνικά (για ευνόητους λόγους) μου είπε ότι το τραγούδι μου θα παιχτεί μετά από λίγη ώρα. Ε, από εκείνη τη στιγμή ταράχτηκα και μ’ έπιασε πανικός, τόσο που η Μόντσε με ρώτησε αν είμαι καλά.
Μετά από λίγη ώρα σβήνουν τα φώτα και… Es la historia de un amor, como no hay otro igual… (Είναι η ιστορία μιας αγάπης που όμοιά της δεν υπάρχει άλλη…) κ.λπ. κ.λπ.
«Τ’ ακούς, τ’ ακούς το τραγούδι;» με ρωτάει η Μόντσε. «Ναι… εγώ το ζήτησα» της λέω. «Εσύ; Γιατί;». «Γιατί, ε… να, γιατί… (στο μεταξύ είχα βγάλει το δαχτυλίδι απ’ τη τσέπη μου). Γιατί το σκέφτηκα πολύ το πράγμα και είδα ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι, εγώ εδώ και εσύ στο Μεξικό…».
Φυσικά είπα και ένα σωρό άλλα που δεν μπορούν να γραφτούν εδώ και κάνω να της βάλω το δαχτυλίδι. Απ’ την ταραχή μου πέφτει. Το μαζεύω, ξαναπέφτει. «Συγνώμη, δεν μπορώ… Δεν το βάζεις μόνη σου καλύτερα;» της λέω.
Αλήθεια, δεν θυμάμαι ποιος έβαλε το δαχτυλίδι αλλά θυμάμαι πολύ καλά τι μου είπε η Μόντσε. Μου είπε ότι και αυτή το είχε σκεφτεί πολύ για μας και ότι θα έκανε το βήμα να έρθει να ζήσουμε μαζί στην Ελλάδα για ένα διάστημα. Δεν μπορούσε να υποσχεθεί πως θα εξελισσόταν το πράγμα (λογικό, αφού στην ουσία δεν ξέραμε ο ένας τον άλλο), αλλά και αυτή ήθελε να δοκιμάσουμε την τύχη μας.
Και λέγοντάς το αυτό, ήρθε στο μέρος μου και με φίλησε. Και τότε οι υπόλοιποι πελάτες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα (προφανώς ήξεραν τι παιζόταν αλλά δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν τι λέγαμε. Όταν λοιπόν την είδαν να με φιλάει κατάλαβαν ότι η ιστορία μάλλον είχε χάπι-εντ και γι’ αυτό χειροκρότησαν).
Και τότε, εντελώς θολωμένος, γύρισα προς τους πελάτες που χειροκρότησαν, έκανα κάμποσες υποκλίσεις και τους ευχαρίστησα στα… ισπανικά. «Gracias, gracias». Μιλάμε ήμουν εντελώς θολωμένος.
Ανάμεσα στους θαμώνες ήταν και η ιδιοκτήτρια της καφετέριας που μας κάλεσε στο τραπέζι της να μας συγχαρεί και μας κέρασε, θυμάμαι, και ένα μπουκάλι κρασί.
Η φουκαριάρα η Μόντσε δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχα συνεννοηθεί με τους ανθρώπους στην καφετέρια. Νόμιζε ότι το είχα ετοιμάσει καιρό πριν, ενώ εγώ αν μου έλεγες να ξαναβρώ την καφετέρια δεν θα μπορούσα, αφού είχαμε χαθεί και βγήκαμε ως εκεί τυχαία. Δεν ήξερε ότι στην Ελλάδα ψοφάμε (ψοφούσαμε τελοσπάντων) για χαβαλέ και όπου και αν ήμασταν θα μου έπαιζαν το τραγούδι…
Εδώ νομίζω τελειώνει η ιστορία μας. Στα ισπανικά το «Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα» είναι «Y colorín colorado este cuento aún no se ha acabado» («Και colorín colorado το παραμύθι αυτό δεν τελείωσε ακόμα»).
Στις αρχές του 2009 η Μόντσε ήρθε να μείνει στην Ελλάδα, τον Απρίλη του 2009 παντρευτήκαμε, στις 7/7/2010 αποκτήσαμε την κόρη μας, y colorín colorado este cuento aún no se ha acabado

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου