Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Το Μπουένος Άιρες που δεν γνώρισα (μέρος ΙΙΙ)

Το τρίτο πράγμα που δίνει εικόνα στην Αργεντινή και στο Μπουένος Άιρες στο μυαλό μου είναι τα αργεντινέζικα μπαρ-ρεστοράν.
Στο Μέξικο Σίτυ ήταν πολύ διαδεδομένα, αυτά και τα ιταλικά ρεστοράν-πιτσαρίες (η ιταλική κουζίνα είναι το νούμερο ένα παγκοσμίως και αυτό δεν το λέω μόνο εγώ).
Στη συνοικία colonia condesa λοιπόν, που είχα μάθει και κινούμουν μόνος μου, υπήρχε ένας δρόμος, που επίσης είχα μάθει να τον ανεβοκατεβαίνω, η Alfonso Reyes.
Ήταν μεγαλούτσικος δρόμος και στη μέση είχε ένα διαχωριστικό με μεγάλα δέντρα, πλακοστρωμένο για περίπατο.
Μεγάλα δέντρα είχε και στις δύο άκρες του και έτσι ο δρόμος ήταν μονίμως σκιερός.
Κατά μήκος του δρόμου, και απ’ τις δύο πλευρές του, υπήρχαν μαγαζιά, καφετέριες, μπαρ και ρεστοράν, που έδιναν έναν αέρα κοσμοπολιτισμού στο μέρος.
Υπήρχαν εκεί λοιπόν πολλά αργεντινέζικα εστιατόρια.
Δεν μοιάζουν με τα κλασσικά εστιατόρια-ρεστοράν, ούτε με ταβέρνες μοιάζουν. Περισσότερο μοιάζουν με τα δικά μας μπαράκια, τουλάχιστον όσα επισκέφτηκα.
Εκτός από τα συνηθισμένα τραπέζια και καρέκλες, είχαν ψηλά σκαμπό και πάγκους για να καθίσεις και όλα είχαν στους τοίχους κρεμασμένες εικόνες απ’ την Αργεντινή.
Οι πιο συχνές ήταν φυσικά του Ντιεγκίτο (ένας είναι ο Ντιεγκίτο), της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, ομάδων όπως η Μπόκα Τζούνιορς, που λέγαμε, και η Ρίβερ Πλέιτ, της Εβίτας Περόν, του Τσε Γκεβάρα και του Μπόρχες, από συνοικίες του Μπουένος Άιρες κ.λπ.
Είχαν και αρκετές φωτογραφίες απ’ τη ζωή των γκαούτσος, ξέρετε των γελαδάρηδων, των αντίστοιχων καουμπόηδων της Αργεντινής, που ειρήσθω εν παρόδω, είχαν πολύ άσχημη φήμη παλιότερα.
Γενικώς μου έκανε εντύπωση ότι όλα είχαν στους τοίχους τους πολλές παλιές φωτογραφίες και αφίσες.
Η κουζίνα της Αργεντινής δεν είναι σίγουρα για χορτοφάγους. Για την ακρίβεια, αν ήσουν χορτοφάγος και ζούσες στην Αργεντινή θα αντιμετώπιζες σοβαρό πρόβλημα.
Διάβασα ότι τον 19ο αι. η κατανάλωση βοδινού κρέατος στη χώρα ήταν 180 κιλά ανά άτομο, αν είναι δυνατόν!
Μισό κιλό κρέας την ημέρα, κάθε μέρα και φυσικά για τους ενήλικες ήταν πολύ παραπάνω: ε, κάποιος έπρεπε να φάει και το μισό κιλό που αναλογούσε στα βρέφη και τα μικρά παιδιά.
Σήμερα πάντως η κατανάλωση βοδινού κρέατος στην Αργεντινή είναι σε πιο λογικά (και υγιεινά) επίπεδα: «μόνο» 68 κιλά ανά άτομο ετησίως. Ακόμα κι έτσι όμως είναι κοντά τέσσερις φορές περισσότερη απ’ τη μέση ετήσια κατανάλωση βοδινού στην Ε.Ε.
Αυτό βέβαια είναι και εν μέρει λογικό αφού η Αργεντινή είναι από τους μεγαλύτερους παραγωγούς βοδινού κρέατος παγκοσμίως.
Έτσι και η βάση της κουζίνας της είναι το βοδινό και αυτό το κρέας βλέπεις στα περισσότερα πιάτα όταν ανοίγεις τον κατάλογο για να παραγγείλεις σε ένα αργεντινέζικο εστιατόριο.
Εγώ θυμάμαι είχα φάει ένα μοσχαρίσιο φιλέτο δύο δάχτυλα χοντρό, που μου το σέρβιραν πάνω σε ένα κομμάτι ξύλου (καλά αυτό δεν είναι και τόσο μεγάλη πρωτοτυπία, και εδώ έχω δει σε μερικές ταβέρνες να σερβίρουν το φαγητό σε κομμάτια ξύλου, ακόμα και σε κεραμίδες!).
Εκεί όταν λέει κάποιος «κρέας» εννοεί το βοδινό και τους αρέσει κυρίως ψητό, asado. Μπορούν να ψήσουν ένα ολόκληρο μοσχάρι χωρίς να το τεμαχίσουν!
Επειδή όμως η Αργεντινή ήταν, μετά τις Η.Π.Α., η μεγαλύτερη χώρα υποδοχής μεταναστών (εμείς εδώ έχουμε κατά νου την Αυστραλία ως χώρα μεταναστών αλλά η Αργεντινή είχε περισσότερους – και μένα μου φάνηκε περίεργο) δεν γίνεται η κουζίνα της να μην είναι επηρεασμένη από τις κουζίνες των χωρών προέλευσης των μεταναστών, κυρίως βέβαια την ιταλική και την ισπανική.
Οι Βρετανοί για παράδειγμα έφεραν στην Αργεντινή τη συνήθεια του τσαγιού και γι’ αυτό και οι Αργεντινοί πίνουν πολύ τσάι.
Εγώ βέβαια ήπια μπύρα τότε, αλλά το δημοφιλέστερο ποτό της Αργεντινής είναι το γιέρμπα μάτε.
Έχοντας διαβάσει το «Τι νέα απ’ την Παραγουάη;» ήξερα ήδη ότι το γιέρμπα μάτε ήταν το δημοφιλέστερο ποτό της Παραγουάης αλλά κατά κάποιο τρόπο πίστευα ότι ήταν αλκοολούχο και μάλιστα στο μυαλό μου έφερνε, δεν ξέρω γιατί, με το δικό μας τσίπουρο.
Τελικά το γιέρμπα μάτε είναι σαν τσάι και η γεύση του μοιάζει με το πράσινο τσάι συγκεκριμένα.
Επίσης σαν τη Χιλή, και η Αργεντινή παράγει κρασί και μάλιστα έχω δει πολλές φορές κρασί απ’ την Αργεντινή στα σούπερ μάρκετ εδώ.
Η αγάπη των Αργεντινών για τα απεριτίφ πρέπει να είναι ιταλική επιρροή. Γι’ αυτό και είναι πολύ δημοφιλή εκεί τα διάφορα Limoncello, Di Sarrono, Fernet κ.ο.κ.
Αυτή η αγάπη για τα απεριτίφ πρέπει να είναι κοινή σε όλη τη Λατινική Αμερική γιατί το ίδιο ακριβώς είδα να συμβαίνει και στο Μεξικό, και στα σπίτια όχι μόνο έξω.
Στην Αργεντινή μπορεί να μην πήγα ποτέ αλλά, όπως λέει και ένας στίχος του “Con la frente marchita”, δεν υπάρχει χειρότερη νοσταλγία απ’ το να ονειρεύεσαι αυτό που δεν έγινε ποτέ. Κατά έναν περίεργο τρόπο μου αρέσει πολύ αυτή η χώρα και θα ήθελα πολύ να πάω.
Όσο για τη σημερινή οικονομική κατάσταση και τη χρεοκοπία της χώρας… τι να πω; Όπως λέει και η Μαντόνα στην αρχή του “Don’t cry for me Argentina”, δεν θα είναι εύκολο…
Αλλά, όπως λέει και μία παροιμία εκεί, λίγο παραφρασμένη έστω, όποιος είχε θα ξαναέχει.
Τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου