Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Χορεύοντας με τους λύκους



Νομίζω ότι τουλάχιστον την ταινία την έχουν δει πολλοί από εσάς που θα τύχει να με διαβάσουν.
Γενικά δεν διαβάζω βιβλία που έχω δει τις αντίστοιχες ταινίες αλλά αυτό το βιβλίο μου το είχε δώσει πριν πολλά χρόνια ένας φίλος μου, δεν το είχα διαβάσει και είπα να το κάνω τώρα κοιτάζοντας στη βιβλιοθήκη να δω τι θα μπορούσε να μου κρατήσει παρέα για καμιά ώρα τα βράδια πριν κοιμηθώ, μιας και είχα αμελήσει να παραγγείλω ένα νέο βιβλίο απ’ το νετ όπως κάνω τελευταία.
Έχω δει και την ταινία φυσικά, πριν αρκετά χρόνια αλλά τη θυμάμαι αρκετά καλά.
Πολλοί λένε ότι απολαμβάνουν πολύ περισσότερο να διαβάζουν το βιβλίο απ’ το να βλέπουν την ταινία.
Εγώ λέω ότι είναι δύο διαφορετικά πράγματα, κατ’ αρχάς.
Μάλλον και μένα μου αρέσει περισσότερο να διαβάζω μια ιστορία σε ένα βιβλίο παρά να τη βλέπω σε ταινία.
Διαπίστωσα ότι δεν είμαι «κινηματογραφικός» τύπος, με την έννοια ότι δεν πιάνω πολλά απ’ τα νοήματα που θέλει να δείξει μια σκηνή. Π.χ. όταν στην ταινία «Χορεύοντας με τους λύκους» (νομίζω «Χορεύει με τους λύκους» το γράφει ο συγγραφέας) ο Ντάνμπαρ βλέπει για πρώτη φορά Ινδιάνο, τρομοκρατούνται και οι δυο. Και αυτό το κατάλαβα ξεκάθαρα διαβάζοντας το βιβλίο.
Μερικές ταινίες που βασίζονται σε μυθιστορήματα είναι πολύ καλές, όπως το «Χορεύοντας με τους λύκους» του Κέβιν Κόστνερ, αλλά είχα δει και «Το σπίτι των Πνευμάτων» η ταινία του οποίου είναι πολύ κατώτερη απ’ το βιβλίο, αν και έπαιζαν γνωστοί ηθοποιοί.
Έχοντας λοιπόν δει πριν την ταινία, μπορώ να πω ότι η ταινία, σε γενικές γραμμές, είναι πιστή στο βιβλίο.
Δεν μπορώ να θυμηθώ κάποια μεγάλη διαφορά εκτός ίσως ότι τον λύκο, τον δύο κάλτσες, στο βιβλίο τον σκοτώνουν οι στρατιώτες στο φυλάκιο ενώ στην ταινία τον πυροβολούν και το βάζει στα πόδια τρομαγμένος αλλά ζωντανός.
Και αν θυμάμαι καλά, οι δύο πρωταγωνιστές φεύγουν απ’ τον καταυλισμό των Ινδιάνων στο τέλος της ταινίας ενώ στο βιβλίο, αν και το σκέφτονται, δεν φεύγουν τελικά.
Την ιστορία την ξέρετε οι περισσότεροι φαντάζομαι.
Ο υπίλαρχος Τζον Ντάμπαρ τραυματίζεται στον Αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο και μετατίθεται στα σύνορα.
Το φυλάκιο της μετάθεσής του εγκαταλείπεται από τους στρατιώτες λίγο πριν φτάσει εκεί ο Ντάνμπαρ και έτσι αυτός μένει εκεί μόνος του αποκομμένος και ξεχασμένος από όλους και όλα.
Νιώθει να πνίγεται από τη μοναξιά και διαβάζοντας καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι για έναν άνθρωπο να συναναστρέφεται με άλλα ανθρώπινα όντα.
Αν και δεν ξέρει τη γλώσσα, αναπτύσσει σχέσεις με μια ομάδα Ινδιάνων Κομάντσι που έχουν τον καταυλισμό τους κοντά στο φυλάκιο.
Στην προσπάθειά του να επικοινωνήσει μαζί τους τον βοηθάει μια λευκή που μεγάλωσε με τους Ινδιάνους, η Στέκεται με Γροθιά.
Εντελώς αναμενόμενα, ο Ντάνμπαρ (που στο βιβλίο είναι πολύ νεώτερος απ’ τον κινηματογραφικό Ντάνμπαρ – και χωρίς μουστάκι) την ερωτεύεται, τα αισθήματα είναι αμοιβαία και αφού ο θεσμός του γάμου υπάρχει και στην κοινωνία των Κομάντσι, οι δυο λευκοί παντρεύονται (δεν θυμάμαι να είχαν παντρευτεί στην ταινία).
Το μήνυμα του βιβλίου φαντάζομαι είναι η μάχη πολιτισμού – φύσης, αλλά εμένα μου έμεινε ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι και τόσο αγαθή.
Οι Ινδιάνοι είναι πιο κοντά στη φύση, δεν αντιλέγω σ’ αυτό, και σαν όντα πιο κοντά σ’ αυτό που ονομάζουμε «ανθρώπινη φύση» απ’ τους λευκούς που έχουν διαβρωθεί, μεταλλαχθεί καλύτερα, απ’ τον πολιτισμό, με τον ίδιο τρόπο που ένα παιδί είναι πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση από έναν ενήλικο, αλλά είναι και αυτοί (οι Ινδιάνοι να μην ξεχνιόμαστε) πολύ βίαιοι και αδυσώπητοι, ιδίως με όσους δεν ανήκουν στη φυλή τους.
Ο «πολιτισμός» τελικά θα επιβληθεί της φύσης, όπως γινόταν πάντα στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά εμένα με στενοχώρησαν τα λόγια του γέρο-αρχηγού Ινδιάνου που είναι και τα λόγια όλων των παρίων του κόσμου: «Εμείς το μόνο που θέλουμε είναι να ζούμε ειρηνικά και σύμφωνα με τον δικό μας τρόπο ζωής. Όμως οι λευκοί μας σπρώχνουν όλο και πιο πέρα. Έτσι ήρθαμε εδώ, στο τελευταίο σύνορο. Αν όμως έρθουν και δω δεν θα έχουμε που αλλού να πάμε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου